Ελονοσία. Η μετάδοση της νόσου μπορεί να μειωθεί με την πρόληψη από τα τσιμπήματα των κουνουπιών με κουνουπιέρες και εντομοαπωθητικά.
Η ελονοσία είναι μια λοιμώδης νόσος των ανθρώπων και άλλων ζώων
Η ελονοσία, ICD-10 Β50-Β54, μεταδίδεται από τα μολυσμένα κουνούπια από τα πρώτιστα (ένα είδος μικροοργανισμού) του γένους πλασμωδίου.
Ξεκινά με ένα τσίμπημα από ένα μολυσμένο θηλυκό κουνούπι το ανωφελές, το οποίο εισάγει τα πρώτιστα μέσω του σάλιου του στο κυκλοφορικό σύστημα.
Στο αίμα, τα πρώτιστα ταξιδεύουν στο ήπαρ για να ωριμάσουν και να αναπαραχθούν. Η ελονοσία προκαλεί συμπτώματα που, τυπικά, περιλαμβάνουν πυρετό και κεφαλαλγία, οι οποίες, σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορούν να εξελιχθούν σε κώμα ή θάνατο. Η ασθένεια είναι ευρέως διαδεδομένη στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές, σε μια ευρεία ζώνη γύρω από τον ισημερινό, όπως και ένα μεγάλο μέρος της Υποσαχάριας Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής.
Πέντε είδη πλασμωδίου μπορεί να μολύνουν και να μεταδοθούν στον άνθρωπο. Η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων προκαλούνται από το Plasmodium falciparum και Plasmodium vivax, ενώ τα Plasmodium ovale και Plasmodium malariae μπορούν να προκαλέσουν μία γενικά ηπιότερη μορφή της ελονοσίας που είναι, σπανίως, θανατηφόρα. Το είδος Plasmodium knowlesi, στη Νοτιοανατολική Ασία, προκαλεί ελονοσία σε μακάκους, αλλά, μπορεί, επίσης, να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις και στον άνθρωπο. Η ελονοσία είναι διαδεδομένη στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές, γιατί οι βροχοπτώσεις, οι υψηλές θερμοκρασίες και τα στάσιμα νερά παρέχουν ιδανικές συνθήκες για τις προνύμφες κουνουπιών.
Η μετάδοση της νόσου μπορεί να μειωθεί με την πρόληψη από τα τσιμπήματα των κουνουπιών με κουνουπιέρες και εντομοαπωθητικά ή με τα μέτρα ελέγχου των κουνουπιών, όπως, ψεκασμός εντομοκτόνων και η αποστράγγιση λιμναζόντων νερών.
Η ελονοσία, συνήθως, διαγιγνώσκεται από τη μικροσκοπική εξέταση του αίματος χρησιμοποιώντας ταινίες αίματος ή με βασισμένες σε αντιγόνα ταχείες διαγνωστικές εξετάσεις. Σύγχρονες τεχνικές που χρησιμοποιούν την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης για την ανίχνευση του DNA του παρασίτου έχουν, επίσης, αναπτυχθεί, αλλά αυτές δε χρησιμοποιούνται ευρέως στην ελονοσία, σε ενδημικές περιοχές λόγω του κόστους και της πολυπλοκότητάς τους.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει εκτιμήσει ότι το 2010, υπήρχαν 219 εκατομμύρια τεκμηριωμένες περιπτώσεις ελονοσίας. Εκείνη τη χρονιά, μεταξύ 660.000 και 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την ασθένεια, πολλοί από τους οποίους ήταν παιδιά στην Αφρική. Ο πραγματικός αριθμός των θανάτων δεν είναι γνωστός με βεβαιότητα, γιατί ακριβή στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα σε πολλές αγροτικές περιοχές. Παρά την ανάγκη, δεν υπάρχει αποτελεσματικό εμβόλιο.
Πολλά φάρμακα είναι διαθέσιμα για την πρόληψη της ελονοσίας σε ταξιδιώτες σε ενδημικές για την ελονοσία χώρες (προφύλαξη). Μια ποικιλία από ανθελονοσιακά φάρμακα είναι διαθέσιμα. Η σοβαρή ελονοσία αντιμετωπίζεται με ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή κινίνη, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ή αρτεμισινίνη (συστατικό του φυτού Artemisia annua), η οποία είναι ανώτερη της κινίνης τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες και δίνεται, συνήθως, σε συνδυασμό με ένα δεύτερο αντθελονοσιακό φάρμακο, όπως, η μεφλοκίνη. Αντίσταση έχει αναπτυχθεί σε αρκετά ανθελονοσιακά φάρμακα. Για παράδειγμα, ένα ανθεκτικό στη χλωροκίνη Plasmodium falciparum έχει εξαπλωθεί στις περισσότερες περιοχές της ελονοσίας και η αντίσταση στην αρτεμισινίνη έχει γίνει πρόβλημα σε ορισμένες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Κύρια συμπτώματα της ελονοσίας
Τα σημεία και τα συμπτώματα της ελονοσίας, συνήθως, αρχίζουν 8-25 ημέρες μετά τη μόλυνση. Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν αργότερα σε αυτούς που έχουν λάβει ανθελονοσιακά φάρμακα, όπως για πρόληψη. Οι αρχικές εκδηλώσεις της νόσου είναι κοινές σε όλα τα είδη της ελονοσίας και είναι παρόμοια με της γρίπης, όπως, συμπτώματα που μπορεί να μοιάζουν με σηψαιμία, γαστρεντερίτιδα και ιογενείς ασθένειες. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν την κεφαλαλγία, τον πυρετό, τα ρίγη, τον πόνο στις αρθρώσεις, τους εμέτους, την αιμολυτική αναιμία, τον ίκτερο, την αιμοσφαιρίνη τα ούρα, τη βλάβη του αμφιβληστροειδούς και τους σπασμούς.
Το κλασικό σύμπτωμα της ελονοσίας είναι μια αιφνίδια ψυχρότητα που ακολουθείται από πυρετό και εφίδρωση, κάθε δύο ημέρες (τριταίος πυρετός) σε Plasmodium vivax και Plasmodium ovale μολύνσεις και κάθε τρεις ημέρες (τεταρταίος πυρετός) σε Plasmodium malariae, Plasmodium falciparum λοίμωξη που μπορεί να προκαλέσει υποτροπιάζοντα πυρετό κάθε 36-48 ώρες ή λιγότερο έντονο και σχεδόν, συνεχή, πυρετό.
Σοβαρή ελονοσία προκαλείται, συνήθως, από το Plasmodium falciparum. Τα συμπτώματα της ελονοσίας falciparium εμφανίζονται 9-30 ημέρες μετά τη μόλυνση. Τα άτομα με εγκεφαλική ελονοσία εμφανίζουν, συχνά, νευρολογικά συμπτώματα, όπως, η παθολογική στάση σώματος, ο νυσταγμός, παράλυση συζυγούς βλέμματος (αποτυχία των οφθαλμών να γυρίζουν, μαζί, προς την ίδια κατεύθυνση), οπισθότονος, σπασμοί ή κώμα.
Επιπλοκές ελονοσίας
Υπάρχουν, αρκετές σοβαρές επιπλοκές της ελονοσίας. Μεταξύ αυτών είναι η ανάπτυξη της αναπνευστικής δυσφορίας ή οξύ σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (SARS-Severe acute respiratory syndrome) που εμφανίζεται σε 25% των ενηλίκων και 40% των παιδιών με σοβαρή ελονοσία Plasmodium falciparum. Πιθανές αιτίες του SARS είναι το μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα, η πνευμονία και η σοβαρή αναιμία. Σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS-Acute respiratory distress syndrome) μπορεί να αναπτυχθεί σε ποσοστό 5-25% στους ενήλικες και έως 29% στις έγκυες γυναίκες, αλλά είναι σπάνια στα μικρά παιδιά. Επίσης, μπορεί να συμβεί, συνμόλυνση από τον ιό HIV/human immunodeficiency virus/ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας κι έτσι αύξηση της θνησιμότητας της ελονοσίας. Η νεφρική ανεπάρκεια είναι χαρακτηριστική του πυρετού Blackwater fever, όπου η αιμοσφαιρίνη από τα λυμένα ερυθρά αιμοσφαίρια φαίνεται στα ούρα.
Η μόλυνση με Plasmodium falciparum μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλική ελονοσία, μία μορφή σοβαρής ελονοσίας που προκαλεί εγκεφαλοπάθεια. Σχετίζεται με λεύκανση του αμφιβληστροειδούς, που μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο κλινικό σημείο για διάκριση της ελονοσίας από άλλες αιτίες του πυρετού. Η κλινική εικόνα είναι αυτή της διάχυτης λεύκανσης στον οπίσθιο πόλο στην περιοχή της ωχράς κηλίδας. Επίσης, μπορεί να συνυπάρχουν σπληνομεγαλία, σοβαρή κεφαλαλγία, ηπατομεγαλία (διόγκωση του ήπατος), υπογλυκαιμία και αιμοσφαιρινουρία η οποία μπορεί να προκαλέσει νεφρική ανεπάρκεια.
Η ελονοσία σε έγκυες γυναίκες αυξάνει τη θνησιμότητα του εμβρύου και είναι αιτία χαμηλού βάρος κατά τη γέννηση, ιδίως, σε λοίμωξη Plasmodium falciparum, αλλά και σε λοίμωξη Plasmodium vivax.
Ο κύκλος ζωής των παρασίτων της ελονοσίας
Ένα κουνούπι προκαλεί λοίμωξη με το τσίμπημα και τη λήψη αίματος. Τα σποροζωίδια εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και μεταναστεύουν στο ήπαρ. Μολύνουν τα κύτταρα του ήπατος, όπου, πολλαπλασιάζονται σε μεροζωίδια, προκαλούν ρήξη των κυττάρων του ήπατος και επιστρέφουν στην κυκλοφορία του αίματος. Στη συνέχεια, τα μεροζωίδια μολύνουν τα ερυθρά κύτταρα του αίματος, όπου μπορούν να αναπτύξουν σε μορφές δακτυλίου, τροφοζωίδια και σχιστά με 4-8 μεροζωίδια (φάση της σχιζογονίας) που με τη σειρά τους παράγουν περισσότερα μεροζωίδια. Αναπαραγωγικές μορφές παράγονται, επίσης και σε άλλα έντομα εάν ληφθούν από ένα κουνούπι, θα μολύνουν τα έντομα αυτά και θα συνεχίσουν τον κύκλο ζωής.
Στον κύκλο ζωής του πλασμωδίου, ένα θηλυκό κουνούπι το ανωφελές μεταδίδει μια μολυσματική μορφή που κινείται (που ονομάζεται σποροζωίδιο) σε ένα σπονδυλωτό ξενιστή, όπως σε έναν άνθρωπο, ενεργώντας, έτσι, ως φορέας μετάδοσης. Τα σποροζωίδια ταξιδεύουν μέσω των αιμοφόρων αγγείων στα ηπατικά κύτταρα (ηπατοκύτταρα), όπου αναπαράγουν τα σχιστά, που παράγουν χιλιάδες μεροζωίδια. Αυτά μολύνουν νέα ερυθρά αιμοσφαίρια για να ξεκινήσει μια νέα σειρά από σχιστά που θα παράγουν 8 έως 24 νέα μεροζωίδια μολυσματικά, που προκαλούν ρήξη των κυττάρων και ο κύκλος αρχίζει εκ νέου. Άλλα μεροζωίδια αναπτύσσονται στα γαμετοκύτταρα. Όταν ένα γονιμοποιημένο κουνούπι δαγκώνει ένα μολυσμένο άτομο, τα γαμετοκύτταρα αυτά λαμβάνονται με το αίμα. Τα αρσενικά και θηλυκά γαμετοκύτταρα αναπτύσσονται σε νέα σποροζωίδια. Τα σποροζωίδια μεταναστεύουν στους σιελογόνους αδένες του εντόμου, έτοιμα να μολύνουν ένα νέο ξενιστή σπονδυλωτό. Τα σποροζωίδια εγχέονται στο δέρμα, μαζί με το σάλιο, όταν το κουνούπι ρουφάει αίμα. Μόνο τα θηλυκά κουνούπια μεταδίδουν τη νόσο. Τα αρσενικά κουνούπια τρέφονται με το νέκταρ των φυτών κι έτσι δε μεταδίδουν την ασθένεια. Τα θηλυκά κουνούπια προτιμούν να τρέφονται το βράδυ με αίμα. Τα παράσιτα της ελονοσίας μπορεί, επίσης, να μεταδοθούν και με μετάγγιση αίματος.
Υποτροπιάζουσα ελονοσία
Τα συμπτώματα της ελονοσίας μπορεί να επανεμφανιστούν μετά από περιόδους ελεύθερες συμπτωμάτων. Ανάλογα με την αιτία, η επανεμφάνιση μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως αναζωπύρωση ή υποτροπή ελονοσίας ή επαναμόλυνση.
Αναζοπύρωση της ελονοσίας συμβαίνει όταν τα συμπτώματα επιστρέφουν μετά από μια περίοδο, ελεύθερη συμπτωμάτων και τα παράσιτα έχουν επιβιώσει στο αίμα, ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς ή αναποτελεσματικής θεραπείας.
Υποτροπή ελονοσίας συμβαίνει όταν τα συμπτώματα επανεμφανίζονται, αφού, τα παράσιτα έχουν εξαλειφθεί από το αίμα, αλλά, εξακολουθούν να υπάρχουν ως αδρανείς υπνοζωίτες στα ηπατικά κύτταρα. Η υποτροπή εμφανίζεται, συνήθως, σε 8-24 εβδομάδες και είναι συχνή σε Plasmodium vivax και Plasmodium ovale λοιμώξεις.
Επαναμόλυνση από ελονοσία είναι όταν το παράσιτο που προκάλεσε στο παρελθόν μία μόλυνση έχει εξαλειφθεί από το σώμα, αλλά ένα νέο παράσιτο επανεισαχθεί με το τσίμπημα. Η επαναμόλυνση δε μπορεί εύκολα να διαφοροδιαγνωσθεί από την υποτροπή, αν και επανεμφάνιση της λοίμωξης εντός δύο εβδομάδων από τη θεραπεία για την αρχική μόλυνση, συνήθως, αποδίδεται σε αποτυχία της θεραπείας.
Παθοφυσιολογία ελονοσίας
Η λοίμωξη της ελονοσίας αναπτύσσεται σε δύο φάσεις: μία που περιλαμβάνει το ήπαρ (εξωερυθροκυτταρική φάση) και μια που περιλαμβάνει τα ερυθρά αιμοσφαίρια ή ερυθροκύτταρα (ερυθροκυτταρική φάση). Όταν ένα μολυσμένο κουνούπι τσιμπάει το δέρμα σποροζωίδια από το σάλιο του κουνουπιού εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και μεταναστεύουν στο συκώτι όπου μολύνουν τα ηπατοκύτταρα και πολλαπλασιάζονται ασυμπτωματικά για διάστημα 8-30 ημερών.
Μετά από μια πιθανή λανθάνουσα περίοδο στο ήπαρ, αυτοί οι οργανισμοί διαφοροποιούνται για να δώσουν χιλιάδες μεροζωίδια τα οποία, μετά τη ρήξη των κυττάρων του ξενιστή, διαφεύγουν στο αίμα και μολύνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια για να ξεκινήσει η ερυθροκυτταρική φάση του κύκλου ζωής. Εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων, τα παράσιτα πολλαπλασιάζονται περαιτέρω και πάλι προκαλούν ρήξη των κυττάρων του ξενιστή και εισβάλουν σε νέα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Μερικά σποροζωίδια Plasmodium vivax παράγουν υπνοζωίτες που παραμένουν αδρανείς για περιόδους από 7-10 μήνες έως αρκετά χρόνια. Μετά από μια περίοδο λήθαργου, γίνεται επαναδραστηριοποίηση και παράγουν μεροζωίτες. Οι υπνοζωίτες είναι υπεύθυνοι για το μεγάλο χρόνο επώασης και τις υποτροπές σε Plasmodium vivax λοιμώξεις.
Το παράσιτο είναι, σχετικά, προστατευμένο από την προσβολή από το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος, επειδή, κατοικεί μέσα στα κύτταρα του ήπατος και του αίματος και είναι σχετικά αόρατο στην ανοσολογική επιτήρηση. Ωστόσο, μολυσμένα κύτταρα του αίματος καταστρέφονται στο σπλήνα. Γι’ αυτό το Plasmodium falciparum έχει συγκολλητικές πρωτεΐνες στην επιφάνεια των μολυσμένων κυττάρων του αίματος, οδηγώντας τα κύτταρα του αίματος να κολλούν πάνω στα τοιχώματα των μικρών αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να απομονώνεται το παράσιτο από τη γενική κυκλοφορία και το σπλήνα. Η απόφραξη του μικροαγγειακού δικτύου προκαλεί συμπτώματα, όπως σε ελονοσία του πλακούντα και μπορεί να διαπεράσει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να προκαλέσει εγκεφαλική ελονοσία.
Αν και οι πρωτεΐνες της κυτταρικής επιφάνειας εκτίθενται στο ανοσοποιητικό σύστημα, δε χρησιμεύουν ως στόχοι του ανοσοποιητικού εξαιτίας της εξαιρετικής ποικιλομορφίας τους. Υπάρχουν, τουλάχιστον, 60 παραλλαγές του πρωτεΐνης στα παράσιτα και ακόμη περισσότερες παραλλαγές μέσα σε διάφορους πληθυσμούς των παρασίτων.
Γενετική αντίσταση στην ελονοσία
Στη δρεπανοκυτταρική αναιμία υπάρχει ένα ελάττωμα στο μόριο της αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Αντί της διατήρησης του αμφίκοιλου σχήματος των ερυθρών κυττάρων του αίματος, το τροποποιημένο μόριο της αιμοσφαιρίνης S αναγκάζει το κύτταρο να είναι σα δρεπάνι ή να έχει ένα καμπυλωτό σχήμα. Λόγω του σχήματος δρεπανιού, το μόριο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στη λήψη ή στην απελευθέρωση οξυγόνου. Η μόλυνση αναγκάζει τα ερυθρά αιμοσφαίρια να αποκτούν περισσότερο το σχήμα δρεπανιού, και έτσι απομακρύνονται από την κυκλοφορία νωρίτερα. Αυτό μειώνει τη συχνότητα με την οποία τα παράσιτα της ελονοσίας μπορούν να ολοκληρώσουν τον κύκλο ζωής τους στο κύτταρο. Τα άτομα που είναι ομόζυγα (με δύο αντίγραφα του αλληλόμορφου της παθολογικής αιμοσφαιρίνης) έχουν δρεπανοκυτταρική αναιμία, ενώ εκείνοι που είναι ετερόζυγοι, με ένα αλληλόμορφο μη φυσιολογικό και ένα αλληλόμορφο φυσιολογικό) έχουν αντίσταση στην ελονοσία. Οι μικρές ποσότητες παθολογικής αιμοσφαιρίνης που παράγουν οι φορείς εμποδίζουν το παράσιτο της ελονοσίας να καταστρέψει τον εσωτερικό σκελετό των ερυθρών αιμοσφαιρίων και να τον αναδιοργανώσουν προς όφελός τους. Συγκεκριμένα, η παθολογική αιμοσφαιρίνη εμποδίζει το παράσιτο να αναδιοργανώσει τα ινίδια ακτίνης, μιας πρωτεΐνης που δίνει ελαστικότητα στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Σε άτομα που δεν είναι φορείς, το παράσιτο κλέβει τα μόρια ακτίνης και τα χρησιμοποιεί για να κατασκευάσει γέφυρες, μέσω των οποίων μεταφέρει τις δικές του πρωτεΐνες στην επιφάνεια των κυττάρων.
Αρκετοί γενετικοί παράγοντες παρέχουν κάποια αντίσταση στην ελονοσία από το Plasmodium falciparum, όπως, η δρεπανοκυτταρική αναιμία, το στίγμα μεσογειακής αναιμίας, η θαλασσαιμία, η ανεπάρκεια γλυκόζη-6-φωσφορικής αφυδρογονάσης, και η απουσία Duffy αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Ηπατική δυσλειτουργία
Η δυσλειτουργία του ήπατος ως αποτέλεσμα της ελονοσίας είναι αποτέλεσμα μιας συνυπάρχουσας βλάβης του ήπατος, όπως η ιογενής ηπατίτιδα ή η χρόνια ηπατική νόσος. Το σύνδρομο ονομάζεται ηπατίτιδα από ελονοσία, αν και φλεγμονή του ήπατος (ηπατίτιδα) στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται.
Η διάγνωση της ελονοσίας
Οι ταινίες του αίματος για την ελονοσία είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διάγνωση της ελονοσίας. Η ευαισθησία των ταινιών του αίματος κυμαίνεται από 75-90%. Υπάρχει και η PCR-Polymerase Chain Reaction ή Αλυσιδωτή Αντίδραση Πολυμεράσης.
Ταξινόμηση
Η ελονοσία ταξινομείται σε “σοβαρή” ή “απλή” από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Θεωρείται σοβαρή όταν κάποιο από τα ακόλουθα κριτήρια ισχύουν, αλλιώς θεωρείται απλή.
- Αδυναμία να σιτιστεί ο ασθενής
- Συμβαίνουν σπασμοί
- Ο ασθενής έχει χαμηλή αρτηριακή πίεση (μικρότερη από 70 mmHg οι ενήλικες και μικρότερη από 50 mmHg τα παιδιά)
- Υπάρχουν αναπνευστικά προβλήματα
- Συμβαίνει κυκλοφορική καταπληξία
- Υπάρχει νεφρική ανεπάρκεια ή παρατηρείται αιμοσφαιρίνη στα ούρα
- Συνυπάρχει αιμορραγία ή η αιμοσφαιρίνη είναι κάτω από 5 g/dL
- Ο ασθενής έχει πνευμονικό οίδημα
- Η γλυκόζη αίματος κάτω από 40 mg/dL
- Υπάρχει οξέωση ή τα επίπεδα του γαλακτικού οξέος είναι περισσότερο από 5 mmol/L
- Επίπεδα των παρασίτων στο αίμα μεγαλύτερα από 100.000 ανά μL σε περιοχές χαμηλής έντασης μετάδοσης ή 250.000 ανά μL σε περιοχές υψηλής έντασης μετάδοσης
- Σοβαρή P. falciparum ελονοσία είναι η ελονοσία με νευρολογικά συμπτώματα, όπως, κώμα (με κλίμακα Γλασκώβης λιγότερο από 11) ή όταν ένα κώμα διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά μετά από μία κρίση επιληψίας
Πρόληψη ελονοσίας
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της ελονοσίας περιλαμβάνουν τα φάρμακα, την εξάλειψη των κουνουπιών και την πρόληψη των τσιμπημάτων των κουνουπιών. Πολλοί ερευνητές, υποστηρίζουν ότι η πρόληψη της ελονοσίας είναι πιο αποδοτική από τη θεραπεία της νόσου.
Καταπολέμηση των κουνουπιών
Ο ψεκασμός με κηροζίνη σε λιμνάζοντα νερά και ο ψεκασμός με DDT/dichloro-diphenyl-trichloroethane/διχλωρο-διφαινυλ-τριχλωροαιθάνιο και άλλα εντομοκτόνα εφαρμόζεται.
Οι κουνουπιέρες δημιουργούν ένα προστατευτικό φράγμα κατά της ελονοσίας.
Η κάλυψη των περιοχών με στάσιμα νερά, όπως οι δεξαμενές νερού, που είναι ιδανικές περιοχές αναπαραγωγής για τα παράσιτα και τα κουνούπια μειώνει τον κίνδυνο της μετάδοσης της ελονοσίας.
Προφύλαξη από την ελονοσία
Πολλά φάρμακα, τα περισσότερα από τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της ελονοσίας, μπορούν να ληφθούν για την πρόληψη από την ασθένεια κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού σε ενδημικές περιοχές.
Η χλωροκίνη, μπορεί, να χρησιμοποιηθεί όταν το παράσιτο είναι ακόμη ευαίσθητο (2 δισκία, 300mg).
Σε ανθεκτική λοίμωξη P. falciparum στη χλωροκίνη χορηγείται, ένα από τα τρία φάρμακα μεφλοκίνη, δοξυκυκλίνη ή ο συνδυασμός της ατοβακόνης και προγουανίλης, που είναι είναι καλύτερα ανεκτός, γιατί η mefloquine συνδέεται με νευρολογικές και ψυχιατρικές παρενέργειες. Όλα τα συνθετικά ανθελονοσιακά φάρμακα έχουν παρενέργειες.
Η προφυλακτική λήψη ανθελονοσιακών φαρμάκων θα ξεκινήσει μία εβδομάδα πριν από την άφιξη στην περιοχή υψηλού κινδύνου για ελονοσία και πρέπει να συνεχίσει για τέσσερις εβδομάδες μετά την αποχώρηση του ατόμου από αυτή (ο συνδυασμός ατοβακόνης και προγουανίλης πρέπει να ξεκινήσει δύο ημέρες πριν και να συνεχιστεί για επτά ημέρες μετά).
Θεραπεία ελονοσίας
Η θεραπεία της ελονοσίας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου. Η απλή ελονοσία μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα από το στόμα.
Η πιο αποτελεσματική στρατηγική για τη μόλυνση από Ρ. falciparum είναι η χρήση artemisinin μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα ανθελονοσιακά (γνωστή ως θεραπεία συνδυασμού με αρτεμισινίνη), η οποία μειώνει την ικανότητα του παρασίτου για την ανάπτυξη αντίστασης σε οποιοδήποτε μεμονωμένο συστατικό του συνδυασμού φαρμάκων.
Άλλα ανθελονοσιακά φάρμακα είναι η αμοδιακίνη, η λουμεφαντρίνη, η μεφλοκίνη και η σουλφαδοξίνη/πυριμεθαμίνη. Ένας άλλος συνιστώμενος συνδυασμός είναι η Dihydroartemisinin και η piperaquine. Η θεραπεία με αρτεμισινίνη ή η ACT-Artemisinin /artemisinin – combination therapies (ACT)-συνδυασμοί άλλων ανθελονοσιακών φαρμάκων με αρτεμισινίνη είναι περίπου 90% αποτελεσματική όταν χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μη επιπλεγμένης ελονοσίας.
Για τη θεραπεία της ελονοσίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά τη χρήση της κινίνης συν την κλινδαμυκίνη νωρίς στην εγκυμοσύνη (1ο τρίμηνο), και την ACT σε μεταγενέστερα στάδια (2ο και 3ο τρίμηνο). Στη δεκαετία του 2000, ελονοσία με μερική αντοχή στις Αρτεμισίνες εμφανίστηκε στη Νοτιοανατολική Ασία.
H Σοβαρή ελονοσία απαιτεί την παρεντερική χορήγηση ανθελονοσιακών φαρμάκων. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η πλέον χρησιμοποιούμενη θεραπεία για τη σοβαρή ελονοσία ήταν η κινίνη, αλλά το artesunate ή αρτεσουνικό φαίνεται να είναι ανώτερο από την κινίνη τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες. Η θεραπεία της σοβαρής ελονοσίας περιλαμβάνει, επίσης, υποστηρικτικά μέτρα, όπως η διαχείριση του υψηλού πυρετού (υπερπυρεξία) και των σπασμών που μπορεί να προκύψουν από αυτόν, και η παρακολούθηση για αναπνευστική καταστολή, υπογλυκαιμία, και υποκαλιαιμία. Η μόλυνση με το Plasmodium vivax, Plasmodium ovale και Plasmodium malariae, συνήθως, αντιμετωπίζεται στο σπίτι με χλωροκίνη ή ACT. Ο καθαρισμός του ήπατος γίνεται με πριμακίνη.
Πρόγνωση ελονοσίας
Όταν η κατάλληλη θεραπεία χορηγείται υπάρχει πλήρης ανάρρωση. Ωστόσο, η σοβαρή ελονοσία μπορεί να προχωρήσει πολύ γρήγορα και να προκαλέσει θάνατο μέσα σε λίγες ώρες ή ημέρες. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις της νόσου, τα ποσοστά θνησιμότητας μπορεί να φτάσουν ακόμη και το 20 %, ακόμη και με εντατική φροντίδα και θεραπεία. Μακροπρόθεσμα, αναπτυξιακές διαταραχές έχουν τεκμηριωθεί σε παιδιά που έχουν υποστεί επεισόδια σοβαρής ελονοσίας. Χρόνια λοίμωξη χωρίς σοβαρή νόσο μπορεί να εμφανιστεί σε διαταραχή της ανοσίας. Η ελονοσία προκαλεί εκτεταμένη και άμεση βλάβη στον εγκέφαλο. Μερικοί επιζώντες από εγκεφαλική ελονοσία έχουν αυξημένο κίνδυνο νευρολογικών και γνωστικών ελλειμμάτων, διαταραχών συμπεριφοράς και επιληψίας.
Εμβόλιο κατά της ελονοσίας
Ένα άτομο μπορεί να προστατευθεί από μια μόλυνση P. falciparum, εφόσον λάβει περίπου χίλια τσιμπήματα από κουνούπια που μεταφέρουν μια έκδοση του παρασίτου μη-μολυσματικό μετά από μια δόση ακτινοβολίας με ακτίνες Χ. Ένα αποτελεσματικό εμβόλιο δεν είναι ακόμη διαθέσιμο για την ελονοσία, αν και πολλά είναι υπό ανάπτυξη. Η εξαιρετικά πολυμορφική φύση πολλών πρωτεϊνών του Ρ . falciparum οδηγεί σε σημαντικές προκλήσεις για το σχεδιασμό εμβολίων.
Οι πρόοδοι στις τεχνολογίες της γενετικής μηχανικής καθιστούν δυνατή την εισαγωγή ξένου DNA εντός του γονιδιώματος του κουνουπιού και είτε μειώνουν τη διάρκεια ζωής του κουνουπιού ή το κάνουν πιο ανθεκτικό στην προσβολή από το παράσιτο της ελονοσίας. Η τεχνική στείρωσης είναι μια γενετική μέθοδος ελέγχου σύμφωνα με την οποία μεγάλοι αριθμοί στείρων αρσενικών κουνουπιών εκτρέφονται και απελευθερώνονται. Το ζευγάρωμα με άγρια θηλυκά μειώνει τον άγριο πληθυσμό στην επόμενη γενιά.
Άλλα ζώα που μολύνονται
Σχεδόν 200 παρασιτικά είδη Plasmodium έχουν εντοπιστεί ότι μολύνουν πτηνά, ερπετά, και άλλα θηλαστικά και περίπου 30 είδη φυσικά μολύνουν μη-ανθρώπινα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη αναμένεται να αυξήσει τον επιπολασμό και την παγκόσμια διανομή της ελονοσίας, γιατί οι υψηλές θερμοκρασίες παρέχουν ιδανικές συνθήκες για την αναπαραγωγή του παρασίτου.
Υψηλής Ποιότητας Συμπλήρωμα Διατροφής για την ελονοσία
Πατήστε, εδώ, για να παραγγείλετε το Υψηλής Ποιότητας Συμπλήρωμα Διατροφής για την ελονοσία
Τα καλύτερα συμπληρώματα διατροφής για τις λοιμώξεις
Πατήστε, εδώ, για να παραγγείλετε τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για τις λοιμώξεις
Η καθοδήγηση για την επιλογή των ποιων συμπληρωμάτων διατροφής, από τα ανωτέρω, είναι κατάλληλα για την ασθένειά σας θα γίνει σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό.
Διαβάστε, επίσης,
Η αρτεμισία στην θεραπεία της ελονοσίας και του καρκίνου
Ρυθμιστικοί μηχανισμοί της απόπτωσης
Τα καρκινικά μονοπάτια της απόπτωσης
Οι τεχνικές εξατομικευμένης θεραπείας του καρκίνου
Τα πικρά θεραπεύουν τον καρκίνο
Φυτό της Κρήτης που θεραπεύει τον καρκίνο σε 12 ώρες
Χρήσιμες πληροφορίες για τη διφθερίτιδα