Κακοήθης υπερθερμία. Η κακοήθης υπερθερμία ή κακοήθης υπερπυρεξία είναι μια επιπλοκή της γενικής αναισθησίας και είναι απειλητική για τη ζωή.
Η κακοήθης υπερθερμία, ICD-10 T88.3, είναι μια εξαιρετικώς απειλητική, για τη ζωή του αρρώστου, κατάσταση. Λέγεται και κακοήθης υπερπυρεξία. Οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, οι οποίοι αφορούν κατά κύριο λόγο στους σκελετικούς μυς. Δυνατό να επηρεάζεται και ο καρδιακός μυς, καθώς και τα αιμοπετάλια.
Είναι μια οξεία, κεραυνοβόλος, υπερμεταβολική κατάσταση, η θνησιμότητα της οποίας ανερχόταν σε 80% προ 25ετίας.
Η συχνότητα των ατόμων που έχουν προδιάθεση για κακοήθη υπερθερμία κυμαίνεται μεταξύ 1:10.000 έως 1:100.000 στο γενικό πληθυσμό. Αυτή η διαταραχή εμφανίζεται σε όλο τον κόσμο και επηρεάζει όλες τις φυλετικές ομάδες. Οι περισσότερες περιπτώσεις, όμως, συμβαίνουν σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες.
Προκαλείται αποκλειστικά από φάρμακα: δια εισπνοής αναισθητικά και αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά. Μεταβιβάζεται με επικρατούν αυτοσωματικό γονίδιο, το γονίδιο του υποδοχέα της ρυανοδίνης (RYR1/Ryanodine Receptor 1). Το ελάττωμα τυπικά βρίσκεται στο μακρύ βραχίονα του χρωμοσώματος 19 (19q13.1), αλλά και το 7q χρωμόσωμα και το χρωμόσωμα 17 έχουν, επίσης, ενοχοποιηθεί.
Αιτίες κακοήθους υπερθερμίας
Η κακοήθης υπερθερμία, πιο συχνά, οφείλεται σε πτητικά αναισθητικά αέρια, όπως, η αλοθάνη, το σεβοφλουράνιο, δεσφλουράνιο, ισοφλουράνιο, ενφλουράνιο ή τα αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά σουξαμεθόνιο και δεκαμεθόνιο που χρησιμοποιούνται, κυρίως, σε γενική αναισθησία. Άλλα φάρμακα που είναι ύποπτα για πρόκληση κακοήθους υπερθερμίας είναι, μερικές φορές, η κεταμίνη, οι κατεχολαμίνες, οι φαινοθειαζίνες και οι αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης και μερικές φορές το υποξείδιο του αζώτου. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η σωματική άσκηση ή η θερμότητα μπορεί να είναι το έναυσμα.
Τα άλλα αναισθητικά φάρμακα θεωρούνται ασφαλή. Αυτά είναι τα τοπικά αναισθητικά (λιδοκαΐνη, βουπιβακαΐνη, μεπιβακαΐνη), οπιοειδή (η μορφίνη, η φεντανύλη), η κεταμίνη, τα βαρβιτουρικά, το υποξείδιο του αζώτου, η προποφόλη, το ετομιδάτη και οι βενζοδιαζεπίνες. Τα μη αποπολωτικά αναισθητικά φάρμακα πανκουρόνιο, σιζατρακούριο, ατρακούριο, μιβακούριο, βεκουρόνιο, ροκουρόνιο δεν προκαλούν κακοήθη υπερθερμία.
Συμπτώματα και σημεία κακοήθους υπερθερμίας
Η παθογένεια της νόσου συνιστάται σε μεγάλη απελευθέρωση ιόντων ασβεστίου μέσα στο σαρκόπλασμα, που οδηγεί σε μόνιμη σύσπαση των μυϊκών ινιδίων με αποτέλεσμα μυϊκή δυσκαμψία, έντονο μεταβολισμό και σοβαρές διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας.
Τα τυπικά συμπτώματα της κακοήθους υπερθερμίας οφείλονται σε υπερκαταβολική κατάσταση, η οποία παρουσιάζεται ως μια πολύ υψηλή θερμοκρασία, αυξημένο καρδιακό ρυθμό και ρυθμό αναπνοής, αυξημένη παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα, αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου, οξέωση, άκαμπτοι μυς, και ραβδομυόλυση. Τα συμπτώματα, συνήθως, εμφανίζονται μέσα σε μία ώρα μετά την έκθεση στις ουσίες, αλλά μπορεί να συμβεί ακόμη και αρκετές ώρες αργότερα, σε σπάνιες περιπτώσεις.
Τα κλινικά σημεία της νόσου είναι: ταχυκαρδία και αρρυθμίες, ταχύπνοια, υπέρταση, μυϊκή δυσκαμψία των σκελετικών μυών και πυρετική κίνηση άνω των 400C σε χρονικό διάστημα 5 λεπτών από την έναρξη της νόσου. Όψιμα μπορεί να εμφανιστεί κυάνωση, διάχυτη τριχοειδική αιμορραγία και υπόταση.
Εάν ο ασθενής επιβιώσει, η επαναφορά της συνειδήσεως είναι βραδεία, ενώ μπορεί να έχουν ήδη δημιουργηθεί μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες. Στις πρώτες 24 – 48 ώρες μετά την πρώτη προσβολή η νόσος μπορεί να υποτροπιάσει και να εμφανιστούν αρρυθμίες, λόγω των διακυμάνσεων καλίου και ασβεστίου, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, εγκεφαλικό οίδημα, πνευμονικό οίδημα, έμφραγμα μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Διάγνωση κακοήθους υπερθερμίας
Η εργαστηριακή διάγνωση της προδιάθεσης για κακοήθη υπερθερμία απαιτεί τις ακόλουθες εξετάσεις: βιοψία μυός, έλεγχο της σύσπασης των μυών με τη δοκιμασία αλοθανίου και καφεΐνης, μέτρηση της CPK/Creatine phosphokinase/Κρεατινοφωσφοκινάση στον ορό, έλεγχο των λειτουργιών της μυϊκής ίνας. Τα πρώτα σημεία είναι η πρόωρη μυϊκή σύσπαση των μασητήρων μετά τη χορήγηση της σουκινυλοχολίνης, μια αύξηση στη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα (παρά τον αυξημένη αερισμό ανά λεπτό), η ανεξήγητη ταχυκαρδία και η μυϊκή δυσκαμψία. Άλλες ενδείξεις μπορεί να είναι η οξέωση, η ταχύπνοια, η κυάνωση, η υπέρταση, οι καρδιακές αρρυθμίες και η υπερκαλιαιμία. Η θερμοκρασία σώματος θα πρέπει να μετράται σε κάθε ασθενή που υποβάλλεται σε γενική αναισθησία για περισσότερο από 20 λεπτά.
Οι εξετάσεις αίματος, δείχνουν αυξημένα επίπεδα κρετινοφωσφοκινάσης, αυξημένο κάλιο, αυξημένο φώσφορο (που οδηγεί σε μειωμένο ασβέστιο) και αυξημένη μυοσφαιρίνη από βλάβη στα κύτταρα των μυών. Μεταβολική οξέωση και αναπνευστική οξέωση (αυξημένα οξύτητα του αίματος) μπορεί να συμβούν. Η σοβαρή ραβδομυόλυση μπορεί να οδηγήσει σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Ακόμη, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν καρδιακές αρρυθμίες, εξαιτίας των αυξημένων επιπέδων του καλίου που απελευθερώνεται από τους μυς κατά τη διάρκεια των επεισοδίων.
Οι κύριοι υποψήφιοι για τη δοκιμή σύσπασης με καφεΐνη ή αλοθάνιο είναι εκείνοι με ένα στενό συγγενή που έχει υποστεί ένα επεισόδιο κακοήθους υπερθερμίας. Μια βιοψία μυός πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία και το φρέσκο δείγμα τοποθετείται σε διαλύματα που περιέχουν καφεΐνη ή αλοθάνιο και παρατηρείται για συστολή. Υπό καλές συνθήκες, η ευαισθησία είναι 97% και η ειδικότητα 78%. Οι αρνητικές βιοψίες δεν αποκλείουν τον κίνδυνο. Αυτοί που έχουν ατομικό ιστορικό κακοήθους υπερπυρεξίας ή συγγενείς εξ αίματος με κακοήθη υπερθερμία, γενικά, αντιμετωπίζονται με μη ερεθιστικά της νόσου αναισθητικά, ακόμη και αν η βιοψία ήταν αρνητική. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν τη χρήση του τεστ απελευθέρωσης ασβεστίου.
Λιγότερο επεμβατικές διαγνωστικές τεχνικές έχουν προταθεί. Η ενδομυϊκή ένεση αλοθάνης 6% έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μεγαλύτερη από τη φυσιολογική τοπική αύξηση του pCO2/partial pressure of carbon dioxide/μερική πίεση διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ των ασθενών με ευαισθησία στην κακοήθη υπερθερμία. Η ευαισθησία είναι 100% και η ειδικότητα 75%. Στη δοκιμή του μεταβολισμού η ενδομυϊκή ένεση της καφεΐνης ακολουθείται από τοπική μέτρηση της pCO2. Εκείνοι με γνωστή ευαισθησία κακοήθους υπερθερμίας έχουν σημαντικά υψηλότερο pCO2 (63 έναντι 44 mm Hg).
Η γενετική εξέταση είναι η ανάλυση για μεταλλάξεις RYR1.
Η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση συνοδεύεται από αυξημένη θνητότητα, επειδή η νόσος έχει κεραυνοβόλο πορεία.
Κριτήρια κακοήθους υπερθερμίας
Διαγνωστικά κριτήρια κακοήθους υπερθερμίας
Όσο υψηλότερη είναι η βαθμολογία (6 ή περισσότερο), τόσο πιο πιθανή είναι η κακοήθης υπερπυρεξία.
- Αναπνευστική οξέωση
- Συμμετοχή καρδιάς (ανεξήγητη κολπική ταχυκαρδία, κοιλιακή ταχυκαρδία ή κοιλιακή μαρμαρυγή)
- Μεταβολική οξέωση (pH <7,25)
- Ακαμψία μυών (γενικευμένη ακαμψία και σοβαρή μυϊκή ακαμψία μασητήρων)
- Βλάβη των μυών (CPK-creatine phosphokinase> 20.000/L μονάδων, χρωματισμένα ούρα ή περίσσεια μυοσφαιρίνης στα ούρα ή στον ορό, κάλιο άνω του 6 mmol/l)
- Αύξηση της θερμοκρασίας (ταχεία αύξηση της θερμοκρασίας > 38,8 ° C)
- Άλλο (ταχεία αντιστροφή της κακοήθους υπερθερμίας με δαντρολένιο, αυξημένα επίπεδα ηρεμίας CPK)
- Οικογενειακό ιστορικό (αυτοσωματικό κυρίαρχο μοτίβο)
Πρόληψη κακοήθους υπερθερμίας
Κατά το παρελθόν, η προφυλακτική χρήση της δαντρολένης ή του δαντρολένιου γινόταν για ευαίσθητους ασθενείς που υποβάλλονταν σε γενική αναισθησία. Σήμερα, αμφισβητούνται τα οφέλη της ενάντια στις πιθανές δυσμενείς επιδράσεις της (όπως, ναυτία, έμετος, μυϊκή αδυναμία και παρατεταμένη διάρκεια δράσης των μη αποπολωτικών παραγόντων νευρομυϊκού αποκλεισμού) και οι ειδικοί δε συνιστούν τη χρήση προφυλακτικά της δαντρολένης.
Η αναισθησία καλύτερα να γίνεται με φάρμακα που δεν προκαλούν ευαισθητοποίηση της κακοήθους υπερθερμίας. Οι σύγχρονες μηχανές αναισθησίας έχουν περισσότερο ελαστικά και πλαστικά συστατικά τα οποία παρέχουν μια δεξαμενή για πτητικά αναισθητικά, και θα πρέπει να ξεπλένονται για 60 λεπτά.
Θεραπεία κακοήθους υπερθερμίας
Η Δαντρολένη ή το δαντρολένιο είναι η μόνη διαθέσιμη ιατρική θεραπεία για κακοήθη υπερθερμία.
Η τρέχουσα θεραπεία επιλογής είναι η ενδοφλέβια χορήγηση δαντρολένης, το μόνο γνωστό αντίδοτο, για τη διακοπή της ενεργοποίησης παραγόντων και η υποστηρικτική θεραπεία κατευθύνεται στη διόρθωση της υπερθερμίας, της οξέωσης και της δυσλειτουργίας οργάνων.
Η δαντρολένη είναι ένα μυοχαλαρωτικό, που εμφανίζεται να λειτουργεί άμεσα στο υποδοχέα ρυανοδίνης και εμποδίζει την απελευθέρωση του ασβεστίου. Μετά την ευρεία χρήση της θεραπείας με δαντρολένη, η θνησιμότητα των κακοήθους υπερθερμίας μειώθηκε από 80% στη δεκαετία του 1960 σε λιγότερο από 10%, σήμερα. Η κλινική της χρήση περιορίζεται από τη χαμηλή διαλυτότητα στο νερό, που οδηγεί σε απαιτήσεις μεγάλων όγκων υγρών. Η Azumolene είναι ένα 30 φορές περισσότερο υδατοδιαλυτό ανάλογο της δαντρολένης που, επίσης, λειτουργεί για να ελαττώνει την απελευθέρωση του ενδοκυτταρικού ασβεστίου με τη δράση του επί του υποδοχέα ρυανοδίνης.
Πρόγνωση κακοήθους υπερθερμίας
Η πρόγνωση είναι κακή αν δεν αντιμετωπιστεί η κακοήθης υπερπυρεξία επιθετικά.
Η κακοήθης υπερπυρεξία είναι συχνή και σε ζώα, όπως χοίρους, σκυλιά, και άλογα. Σε σκύλους η κληρονομικότητα είναι αυτοσωματική υπολειπόμενη.
Βιβλιογραφία
mayoclinic.org
Τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για το νευρικό σύστημα
Πατήστε, εδώ, για να παραγγείλετε τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για το νευρικό σύστημα
Διαβάστε, επίσης,
Θερμική εξάντληση και θερμοπληξία