Η βιοδιαθεσιμότητα ή βιοπροσιμότητα των βιταμινών
Βιοδιαθεσιμότητα ή βιοπροσιμότητα των βιταμινών είναι ο βαθμός με τον οποίο η βιταμίνη ή το μέταλλο γίνονται προσιτά ή διαθέσιμα για τον ιστό στόχο, ύστερα από τη χορήγησή τους.
Καθώς ο αριθμός και η πολυπλοκότητα των βιομηχανικά παρασκευαζομένων τροφών στην διατροφή μας αυξάνουν, η πληροφόρηση σχετικά με την βιοπροσιτότητα των μικροθρεπτικών στοιχείων είναι σημαντική.
Η επεξεργασία και το ραφινάρισμα των τροφών μπορούν να αλλοιώσουν την ευπεπτότητα και την απορρόφησή τους επηρεάζοντας κατά αυτό τον τρόπο τη βιοδιαθεσιμότητα των θρεπτικών ουσιών.
Η ατομική ποικιλομορφία, οι συνθήκες κακής αφομοίωσης, οι συνέπειες από τα γηρατειά και οι τροφικές αλληλεπιδράσεις και η μορφή με την οποία εμφανίζονται οι θρεπτικές ουσίες κάνουν το πρόβλημα πιο πολύπλοκο. Επιπρόσθετα, κάποιες ουσίες στις τροφές μπορούν να καταστείλουν ή να ενισχύσουν την απορρόφηση άλλων θρεπτικών ουσιών.
- Βιταμίνη Α
Για να χωνευθεί η βιταμίνη Α απαιτείται απελευθέρωσή της από την τροφή, με τη δράση της πεψίνης μέσα στο στομάχι και των πεπτικών ουσιών λιπάσες (ένζυμα που διασπούν τα λίπη) μέσα στο λεπτό έντερο. Η αφομοίωση λαμβάνει χώρα στο λεπτό έντερο. Η παρουσία λίπους στην τροφή διεγείρει την έκκριση χολής που με τη σειρά της, διευκολύνει τη μεταφορά της βιταμίνης στα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου. Η παρουσία της βιταμίνης Ε και της βιταμίνης C στην τροφή χρησιμεύει στο να προστατεύει τη βιταμίνη Α και να βελτιώνει τη βιοπροσιτότητά της. Επίσης, οι πρωτεϊνες της διατροφής βελτιώνουν την αφομοίωση της βιταμίνης Α. Σε περιπτώσεις κακής πρωτεϊνικής θρέψης η βιοπροσιτότητα της βιταμίνης Α παραβλάπτεται. Υπάρχει εξ’ άλλου αλληλεπίδραση μεταξύ βιταμίνης Α και ψευδαργύρου, οπότε μια έλλειψη σε ψευδάργυρο μειώνει την απορρόφηση, τη μεταφορά και τον μεταβολισμό της βιταμίνης Α. Διαιτητικά η βιταμίνη Α αφομοιώνεται με μια αποτελεσματικότητα 80 ως 90%, αλλά αυτή μπορεί να είναι χαμηλότερη σε πιο υψηλές δόσεις. Το ποσοστό αυτό μειώνεται όταν υπάρχουν ασθένειες, όπως το sprue, η ηπατίτιδα, η κίρρωση και γαστρεντερικές λοιμώξεις. Το φάρμακο μείωσης της χοληστερίνης χολεστυραμίνη μειώνει την απορρόφηση της βιταμίνης Α κατά 60%. Η έκθεση σε ακτινοβολίες επηρεάζει αρνητικά τη βιταμίνη Α, περιορίζοντας τη βιοπροσιτότητά της από τις τροφές.
- Βήτα καροτίνη
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη βιοπροσιτότητα της βιταμίνης Α επηρεάζουν, επίσης, και τη β καροτίνη και τα καροτινοειδή γενικά. Ωστόσο, η βιοπροσιτότητα της β καροτίνης και των καροτινοειδών εμπλέκεται από την επιμέρους μετατροπή τους σε βιταμίνη Α από τα εντερικά κύτταρα, Έτσι η αποτελεσματικότητα της απορρόφησης είναι μόνο 40-60% σε χαμηλές προσλήψεις, ποσοστό που μειώνεται γρήγορα σε υψηλότερα επίπεδα πρόσληψης.
- Βιταμίνη D
Είναι σταθερή στις τροφές και υπάρχει εκ φύσεως είτε προστίθεται για ενίσχυση. Έτσι το μαγείρεμα, η αποθήκευση και η επεξεργασία των τροφών δεν επηρεάζουν αξιοσημείωτα τη βιοπροσιμότητά της. Η απορρόφησή της απαιτεί να υπάρχουν στη διατροφή λιπάσες, χολικά άλατα και λίπη. Πραγματοποιείται στον κατώτερο ειλεό και βρίσκεται σε ένα επίπεδο 65-75%. Η βιοπροσιτότητα της βιταμίνης D μειώνεται σε προχωρημένη ηλικία και όταν υπάρχουν γαστρεντερικές ασθένειες, το κοιλιακό sprue και η νόσος του Crohn. Το φάρμακο χολεστυραμίνη περιορίζει το ποσοστό απορρόφησης της βιταμίνης D.
- Βιταμίνη Ε
Παρόλο που χρειάζονται τα κατάλληλα λίπη στην τροφή για να φθάσει στο μέγιστο η απορρόφηση της βιταμίνης Ε, η υπερβολική λήψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων είναι γνωστό ότι μειώνει την απορρόφηση και τη χρησιμοποίησή της, γιατί αυτά τα οξέα τείνουν να την οξειδώσουν. Έτσι οι απαιτήσεις για βιταμίνη Ε αυξάνουν όσο αυξάνεται η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Η αύξηση των ουσιών αυτών στη διατροφή, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της βιταμίνης Ε μπορεί να οδηγήσει τον οργανισμό σε κατάσταση έλλειψης ως προς αυτή τη βιταμίνη. Η βιταμίνη Ε χρειάζεται παγκρεατικές εκκρίσεις και χολικά άλατα για να απορροφηθεί στο μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου. Κάτω από ομαλές συνθήκες, μόνο το 20-40% της βιταμίνης Ε απορροφάται κατά την πέψη και αυτό το ποσοστό περιορίζεται όσο το ποσό της διατροφής αυξάνει. Υψηλά επίπεδα χονδρού πίτουρου ή πηκτίνης μπορούν να μειώσουν τη βιοπροσιτότητα της βιταμίνης Ε.
- Βιταμίνη C
Το ασκορβικό οξύ όταν λαμβάνονται 100 χλγρ ή και λιγότερο την ημέρα, ένα ποσοστό 80-90% απορροφάται από τον ανθρώπινο οργανισμό. Σε υψηλότερες προσλήψεις η βιοπροσιτότητα μειώνεται. Στον άνθρωπο η βιταμίνη απορροφάται από το λεπτό έντερο μέσω ενεργού μεταφοράς. Ένα ποσοστό, ωστόσο αφομοιώνεται και με απλή διάχυση. Διατροφές με υψηλό ποσοστό πηκτίνης ή ψευδαργύρου μειώνουν την βιοδιαθεσιμότητα της βιταμίνης C. Το ίδιο κάνουν και τα υψηλά επίπεδα σιδήρου και χαλκού.
- Βιταμίνη Β1
Η θειαμίνη σε χαμηλές προσλήψεις από τη διατροφή απορροφάται από το έντερο με ενεργό μεταφορά που απαιτεί ενέργεια και εξαρτάται από το νάτριο ή χρειάζεται ειδικό φορέα. Σε υψηλές συγκεντρώσεις η βιταμίνη απορροφάται παθητικά, κυρίως, από το δωδεκαδάκτυλο. Αμέσως μετά την απορρόφησή της από μέσα στα εντερικά κύτταρα, η βιταμίνη B1 φωσσφορυλιώνεται για να παράγει την ενεργό μορφή της. Η βιοπροσιτότητα της B1 είναι υψηλή, αλλά περιορίζεται από το αλκοόλ και σε έλλειψη του φυλλικού οξέος. Η βιοπροσιτότητα αυτή μπορεί να περιορισθεί και από αντιθειαμινικούς παράγοντες στη διατροφή, που συμπεριλαμβάνουν τις θειαμινάσες (ωμά ψάρια, θαλασσινά, φτέρη) και το τσάι (καφεϊνικό και ταννικό οξύ), τις φράουλες, τα βατόμουρα, τα κοκκινογούλια, τα κοκκινολάχανα, τα λαχανάκια Βρυξελλών και τα παντζάρια. Αυτοί οι αντιθειαμινικοί παράγοντες καταστρέφονται όταν η τροφή μαγειρεύεται.
- Βιταμίνη Β2
Η ριβοφλαβίνη απορροφάται καλά στο έντερο μετά την απομάκρυνση των φωσφορικών ομάδων που είναι προσκολλημένες στη βιταμίνη μέσα στα τρόφιμα. Αν η βιταμίνη έχει συμπλοκοποιηθεί με ορισμένες πρωτεϊνες και πεπτίδια μέσα στη τροφή, τότε η βιοπροσιτότητά της περιορίζεται δραστικά. Η βιταμίνη Β2 από τη στιγμή που θα καταστεί προσιτή, απορροφάται από όλα τα τμήματα του λεπτού εντέρου. Στους παράγοντες που περιορίζουν την βιοπροσιτότητά της είναι το αλκοόλ, τα υψηλά επίπεδα ψευδαργύρου, χαλκού, σιδήρου και ασκορβικού οξέος, ορισμένα αντιβιοτικά, η καφεϊνη, η θειοφυλλίνη και υψηλά επίπεδα τρυπτοφάνης.
- Νιασίνη
Απορροφάται κανονικά από το στομάχι και το λεπτό έντερο με μηχανισμό ενεργού μεταφοράς με μεσολαβητικούς φορείς εξαρτώμενους από το νάτριο όταν λαμβάνεται σε χαμηλές προσλήψεις από τη διατροφή. Απορροφάται, όμως και παθητικά όταν υπάρχουν υψηλά επίπεδα πρόσληψης. Η βιπροσιτότητα της νιασίνης εξαρτάται από το αν αυτή η βιταμίνη είναι ελεύθερη ή δεσμευμένη μέσα στην τροφή. Στο κεχρί είναι ελεύθερη και απορροφάται καλά. Στο σιτάρι, τα δημητριακά και στο καλαμπόκι υπάρχει σε δεσμευμένες μορφές που δεν είναι βιολογικά προσιτές για τον άνθρωπο, εκτός κι αν η βιταμίνη απελευθερωθεί με επεξεργασία. Ως εκ τούτου η βιοπροσιτότητα αυξάνεται με την επεξεργασία του καλαμποκιού με αλκάλια ή με το βράσιμο και το ψήσιμό του. Ο καφές σε ρόφημα περιέχει ένα αξιόλογο ποσοστό νιασίνης που είναι υψηλής βιοπροσιτότητας. Ο κύριος παράγοντας που περιορίζει την βιοπροσιτότητα της νιασίνης είναι το αλκοόλ.
- Βιταμίνη Β6
Η πυριδοξίνη υπάρχει σε τρεις μορφές και απορροφούνται και οι τρεις εύκολα με μια μη κορέσιμη διαδικασία. Στον άνθρωπο απορροφάται πάνω από 95% της στοματικά χορηγούμενης πυριδοξίνης, αλλά η φωσφορική πυριδοξίνη έχει ακόμα μεγαλύτερη βιοπροσιτότητα. Στις τροφές η Β6 είναι φωσφορυλιωμένη η δε βιταμίνη αυτής της μορφής εύκολα απορροφάται ανέπαφη. Η καθαρή βιταμίνη Β6 απορροφάται πιο εύκολα από αυτή που υπάρχει στα τρόφιμα. Η βιοπροσιμότητά της περιορίζεται από το αλκοόλ, ιδιαίτερα σε όσα άτομα πάσχουν από το συκώτι. Οι ανταγωνιστές της βιταμίνης Β6 στις τροφές μπορούν να περιορίσουν τη βιοπρόσιτότητά της. Τέτοιες τροφές περιλαμβάνουν τον λιναρόσπορο, τα μανιτάρια, τα φασόλια γίγαντες, τα φασόλια μπαρμπούνια και τα αμπελοφάσουλα. Οι επιδράσεις αυτών των ουσιών εκδηλώνονται στο σώμα, μάλλον, παρά στη διαδικασία απορρόφησης. Οι απώλειες πυριδοξίνης οι οποίες οδηγούν σε μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα επέρχονται κατά την επεξεργασία του σιτάλευρου (75-90%), την κονσερβοποίηση των κρεάτων, ψαριών και πουλερικών (43-49%), την κατάψυξη των λαχανικών (37-56%), την επεξεργασία των κρεάτων (50-70%), το μαγείρεμα (55%) και την αποθήκευση. Οι απώλειες αυτές είναι ελαφρές στο γάλα, κατά την επεξεργασία, την αποθήκευση ή την ξήρανσή του, αλλά η αποστείρωση του γάλακτος οδηγεί σε έντονη απώλεια της βιοδιαθεσιμότητας αυτής της βιταμίνης. Η θερμική επεξεργασία του καλαμποκιού και των φασολιών προκαλεί απώλεια βιοπροσιτότητας της βιταμίνης Β6. Η βιοπροσιμότητα της βιταμίνης αυτής στο μοσχαρίσιο κρέας είναι ανώτερη από εκείνη της πατάτας, του καλαμποκιού και του σπανακιού. Η βιταμίνη είναι 5 έως 10% λιγότερο προσιτή μέσα από το πιτυρούχο ψωμί από όσο από το άσπρο που είναι εμπλουτισμένο με πυριδοξίνη. Υψηλή βιοπροσιτότητα παρατηρείται όταν η βιταμίνη λαμβάνεται από τον τόνο, το μοσχάρι, τη μπανάνα και τα φουντούκια, αλλά είναι χαμηλή στο φυστικοβούτυρο και στα φασόλια σόγιας, Η βιταμίνη Β6 στο πιτυρούχο ψωμί και στο φυστικοβούτυρο είναι 75-63% αυτής του τόνου. Στη Δυτική διατροφή είναι 71%. Η επεξεργασία ξηρής θέρμανσης των δημητριακών περιορίζει τη βιοδιαθεσιμότητα της πρωτεϊνης κατά 50- 70%. Η βιταμίνη στο αποβουτυρωμένο γάλα είναι, όμως απόλυτα βιοπροσιτή.
- Φυλλικό οξύ
Υπάρχουν 150 διαφορετικές μορφές φυλλικού οξέος και δεν είναι όλες βιοπροσιτές. για τον άνθρωπο. Πρέπει για να απορροφηθεί να τσε μονογλουταμινική μορφή. Τα ποσοστά του φυλλικού οξέος που είναι βιοπροσιτά από τις τροφές: μαρούλια 25, κατατεψυγμένα ή βρασμένα κόκκινα φασόλια 96, μαγειρεμένο μοσχαρίσιο συκώτι 50, σπανάκι 63, λάχανα 47, σπόροι σιταριού 30, μπανάνες 82. Ακόμη και το φυλλικό οξύ που προστίθεται σε άλευρα αραβόσιτου, ρύζι και ψωμί είναι μερικά προσιτά: 56% για το αλεύρι αραβοσίτου, 54% για το ρύζι και 29% για το ψωμί. Οι ίνες παρεμποδίζουν τη χρησιμοποίηση των φυλλικών πολυγλουταμινικών. Περιορισμένη βιοπροσιτότητα υπάρχει σε σύνδρομα δυσαπορρόφησης, όπως στο τροπικό sprue, η κοιλιακή νόσος και η νόσος του Crohn. Η κατανάλωση του αλκοόλ και η γήρανση οδηγούν σε περιορισμένη βιοπροσιτότητα των φυλλικών. Επίσης, το ίδιο κάνει και η φαινυντοϊνη, τα οιστρογόνα, όπως τα αντισυλληπτικά χάπια, η ασπιρίνη, η μεθοτρεξάτη, η σουλφαζαλαζίνη. η σιμετιδίνη και τα αντιόξινα, όπως το υδροξείδιο του αργιλίου και το διττανθρακικό νάτριο. Επιπρόσθετα οι ελλείψεις σε βιταμίνη Β12 και ψευδάργυρο μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη βιοπροσιμότητα του φυλλικού.
- Βιταμίνη Β12
Οι κοβαλαμίνες απορροφούνται 16-75% από το στόμα. Η καλύτερη βιοπροσιτότητα γίνεται σε χαμηλότερς δόσεις των 0,25 έως 1,0 μγρ της βιταμίνης. Ο μηχανισμός του ενδογενούς παράγοντα έχει ένα όριο κορεσμού 5 μγρ. Ποσά πιο ψηλά από αυτά απορροφούνται με απλή διάχυση σε 1-3% της χορηγούμενης δόσης. Σε κακοήθη αναιμία μπορεί να μην απορροφάται καθόλου η βιταμίνη και επίσης, σε τροπικό sprue και μολύνσεις από παράσιτα.
- Παντοθενικό οξύ
50% είναι η βιοπροσιτότητα αυτής της βιταμίνης στη Δυτική διατροφή. Απώλειες της βιταμίνης γίνονται εύκολα με την. Η κατάψυξη των λαχανικών προκαλεί απώλειες 37-57% και η κονσερβοποίηση 50-75%. Επεξεργασμένα και ραφιναρισμένα δημητριακά χάνουν 37-74% του αρχικού τους περιεχομένου σε βιταμίνες και το ραφιναρισμένο αλεύρι χάνει 55-58% της βιταμίνης. Η αποθήκευση των τροφών κι αυτή προκαλεί απώλειες του παντοθενικού οξέος. Ύστερα από 12 μήνες αποθήκευσης τα κατεψυγμένα φασολάκια χάνουν το 53% της βιταμίνης και ο κατεψυγμένος αρακάς το 29%. Τα κονσερβοποιημένα λαχανικά χάνουν το 30-85% της βιταμίνης.
- Βιοτίνη
Η βιταμίνη συντίθεται από τα εντερικά βακτήρια. Συχνά απεκκρίνεται περισσότερη βιοτίνη από όση τρώμε όταν είμαστε υγιείς.
- Σίδηρος
Η βιοπροσιτότητα του σιδήρου εξαρτάται από τον τύπο. Ο σίδηρος αίμης βρίσκεται σε ζώα, ψάρια ή πουλερικά και ο σίδηρος μη αίμης υπάρχει σε τροφές φυτικής προέλευσης, αλλά απαντάται και σε κρέατα, ψάρια και πουλερικά. Ο σίδηρος αίμης απορροφάται καλύτερα από το ανθρώπινο σώμα, επειδή μπορεί να προσληφθεί άμεσα από τα απορροφητικά, δηλαδή τα μυκώδη κύυταρα του εντερικού σωλήνα και αφού συνδυασθεί με διάφορες ειδικές πρωτεϊνες μεταφέρεται στο αίμα από όπου οδηγείται σε όλα τα σημεία του σώματος. Ο σίδηρος μη αίμης δεν μπορεί να απορροφηθεί ανέπαφος από τη διατροφή, επειδή πρέπει πρώτα να διαχωρισθεί από την ουσία με την οποία βρίσκεται συνδυασμένος, έτσι ώστε να απομείνει ο σίδηρος σε μια ιονική ή θετικά φορτισμένη μορφή. Ειδικοί αποδέκτες στα εντερικά κύτταρα είναι τότε αναγκαίοι για να αποσύρουν τον ιονισμένο σίδηρο από το έντερο και να τον μεταφέρουν στα ίδια τα κύτταρα, όπου προσκολλάται σε ειδικούς πρωτεϊνικούς φορείς όμοιους με αυτούς που χρησιμοποιούνται στον πρώτο τύπο σιδήρου. Κατά συνέπεια ο σίδηρος μη αίμης είναι λιγότερο βιοπροσιτός από το σίδηρο αίμης, επειδή προσλαμβάνεται λιγότερο αποτελεσματικά από την τροφή προς τα εντερικά κύτταρα. Η απορρόφηση του σιδήρου αίμης δεν επηρεάζεται από άλλους παράγοντες μέσα στην τροφή και δεν χρειάζεται κανένας άλλος παράγοντας για να εξασφαλισθεί αυτή η απορρόφηση. Αντίθετα, η απορρόφηση σιδήρου μη αίμης επηρεάζεται δυσμενώς από την ύπαρξη υψηλών επιπέδων φυτικών ινών, από το φυτικό οξύ, τον καφέ, το τσάι και την έλλειψη ζωϊκών πρωτεϊνών στην τροφή. Η απορρόφηση του σιδήρου μη αίμης ενισχύεται από τη βιταμίνη C κι από την ύπαρξη σιδήρου αίμης. Έτσι η παρουσία ζωϊκής πρωτεϊνηςπου προσφέρει σίδηρο αίμης στη διατροφή αυξάνει και τη βιοπροσιτότητα του σιδήρου μη αίμης. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των υψηλών επιπέδων ινών και των ποτών στη βιοπροσιτότητα του σιδήρου μη αίμης μπορεί να υπερνικηθεί με την ταυτόχρονη παρουσία της βιταμίνης C, στην τροφή. Τουλάχιστον 50 νγρ βιταμίνης C σε κάθε γεύμα είναι το απαιτούμενο ποσό για να εξασφαλισθεί η σωστή πρόσληψη σιδήρου από τις φυτικές τροφές που τον περιέχουν. Οι δίαιτες χορτοφαγίας, συνήθως, περιέχουν υψηλά επίπεδα βιταμίνης C έτσι ώστε γίνεται καλή βιοπροσιμότητα του μετάλλου. Ο συμπληρωματικός σίδηρος απορροφάται, συνήθως, σε έκταση παρόμοιο με αυτό του σιδήρου μη αίμης κι έτσι η βιταμίνη C βοηθάει κι εδώ. Ο συμπληρωματικός σίδηρος, συνήθως, προσφέρεται σε σιδηρούχο μορφή (ferrous), επειδή η βιοπροσιμότητά της είναι ανώτερη από ότι στη σιδερική μορφή (ferric).
- Ασβέστιο
Ο κύριος παράγοντας για την βιοπροσιτότητα του ασβεστίου είναι η βιταμίνη D. Χωρίς αυτή τη βιταμίνη το ασβέστιο, σε οποιαδήποτε μορφή δεν μπορεί να απορροφηθείσα από το έντερο. Ωστόσο, ακόμη και με την παρουσία επαρκούς βιταμίνης D, άλλοι παράγοντες στην τροφή και η μορφή με την οποία παρουσιάζεται το μέταλλο μπορούν να συμβάλουν στην βιοπροσιμότητά του. Το ίδιο σημαντική είναι η παρουσία των γαστρικών οξέων, συμπεριλαμβανομένου και του υδροχλωρικού, μέσα στο στομάχι. Η έλλειψη γαστρικού υδροχλωρικού οξέος, όπως σε όσους παίρνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων και στα γηρατειά, μπορεί να περιορίσει τη βιοπροσιτότητα του ασβεστίου από την τροφή, μια που η διάλυση του μετάλλου από το οξύ αυτό αποτελεί, συχνά, προϋπόθεση για την απορρόφησή του. Σε αχλωρυδρικά άτομα το κιτρικό ασβέστιο είναι δέκα φορές πιο βιοπροσιτό από όσο το ανθρακικό ασβέστιο, αλλά σ΄αυτούς που έχουν ομαλά επίπεδα υδροχλωρικού και οι δύο τύποι απορροφούνται καλά, με άδειο στομάχι. Όταν λαμβάνονται με το γεύμα και σε αχλωρυδρία και σε φυσιολογικά άτομα και το κιτρικό και το ανθρακικό άλας απορροφούνται φυσιολογικά. Το γάλα είναι σημαντική πηγή ασβεστίου από τη διατροφή, αλλά το μέταλλο αυτό δεν αφομοιώνεται καλύτερα από όσο από τα συμπληρώματα διατροφής. Το ποσοστό αφομοίωσης του ασβεστίου είναι: οξεικό ασβέστιο 32, γαλακτικό ασβέστιο 32, γλυκονικό ασβέστιο 27, κιτρικό ασβέστιο 30, ανθρακικό ασβέστιο 39 και φυσιολογικό πλήρες γάλα 31. Οι αριθμοί αυτοί ισχύουν για φυσιολογικό περιεχόμενο υδροχλωρικού οξέος. Οι υψηλές προσλήψεις πρωτεϊνών μπορούν να επηρεάσουν ανταγωνιστικά τη βιοπροσιτότητα του ασβεστίου. Πιο πολύ ασβέστιο αφομοιώνεται καθημερινές προσλήψεις 500 νγρ ασβεστίου η βιοπροσιτότητα του μετάλλου δεν επηρεάζεται από τα επίπεδα πρωτεϊνης μέσα στην τροφή. Οι υψηλές προσλήψεις πρωτεϊνης εμφανίζονται να προκαλούν υπερβολική απώλεια ασβεστίου στα ούρα κι έτσι η αυξημένη βιοπροσιτότητα εκμηδενίζεται από τις μεγάλες απώλειες στα ούρα. Οι προσλήψεις πρωτεϊνης υψηλής καθαρότητας οδηγούν σε μεγαλύτερες απώλειες ασβεστίου από όσες πρωτεϊνες, όταν 800νγρ και 1400 νγρ του μετάλλου καταναλώνονται μαζί με 95 γρ πρωτεϊνης, αλλά όχι με 142 γρ πρωτεϊνης. Με καθημερινές προσλήψεις 500 νγρ ασβεστίου η βιοπροσιτότηα αυτού του μετάλλου δεν επηρεάζεται από οποιοδήποτε επίπεδο πρωτεϊνης μέσα στην τροφή. Οι υψηλές προσλήψεις πρωτεϊνών προκαλούν υπερβολική απώλεια ασβεστίου στα ούρα κι έτσι η αυξημένη βιοπροσιτότητα που οφείλεται στην πρωτεϊνη εκμηδενίζεται από τις επακόλουθες μεγαλύτερες απώλειες στα ούρα. Οι προσλήψεις πρωτεϊνης μεγάλης καθαρότητας οδηγούν σε μεγαλύτερες απώλειες ασβεστίου από όσες έχουμε με πρωτεϊνες που λαμβάνουμε από την τροφή, όπως το κρέας, τα ψάρια, τα πουλερικά ή τα χορταρικά με υψηλό περιεχόμενο πρωτεϊνης. Έτσι, οι υπερβολικές προσλήψεις καθαρής πρωτεϊνης θα πρέπει να συνοδεύονται από λήψη πρόσθετου ασβεστίου. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη βιοπροσιτότητα του ασβεστίου είναι οι υψηλές προσλήψεις φωσφόρου, αλλά αυτό ισχύει μόνο στα βρέφη, όπου η ιδανική αναλογία ασβεστίο και φωσφόρου είναι 1,5:1. Στα μεγαλύτερα παιδιά και στους ενήλικες δεν ισχύει. Άλλα συστατικά τροφών που επηρεάζουν την βιοπροσιτότητα ασβεστίου είναι τα υψηλά επίπεδα ινών, τα υψηλά επίπεδα φυτικού οξέος, τα υψηλά επίπεδα οξαλοξικού οξέος και οι υψηλές προσλήψεις κεκορεσμένων λιπών. Ορισμένα φάρμακα περιορίζουν, επίσης, την βιοπροσιτότητα του ασβεστίου, όπως τα κορτικοειδή, τα διφωσφορικά, το γλουταθαμίδιο, η φενυντοϊνη και άλλα αντισπασμωδικά φάρμακα, τα αντιόξινα, τα διουρητικα, η φαινολοφθαλεϊνη κι η κολχικίνη.
- Ψευδάργυρος
Η απορρόφηση του ψευδαργύρου πραγματοποιείται μέσω του λεπτού εντέρου, αλλά και ένα μέρος απορροφάται από το δωδεκαδάκτυλο στα ζώα, ακόμη και στο παχύ έντερο. Στου ανθρώπους καθημερινά απορροφούνται 7,5 έως 14, 4 νγρ ψευδαργύρου. Η απορρόφηση ψευδαργύρου αυξάνει με το άγχος, την ενδοτοξαιμία, τα στερεοειδή, την εγκυμοσύνη και το θηλασμό. Η βιοπροσιτότητα του ψευδαργύρου από το ανθρώπινο γάλα είναι καλύτερη από όση από το γάλα αγελάδας και θεραπεύει το ανθρώπινο γάλα την εντεροπαθητική ακροδερματίτιδα. Τα υψηλά περιεχόμενα κιτρικού και πικολινικού οξέος μέσα στο ανθρώπινο γάλα είναι υπεύθυνα γι΄αυτό. Ο ψευδάργυρος έχει μειωμένη βιοπροσιτότητα σε συνθετικές διατροφές, όπως στη σόγια, στα κρυσταλλικά αμινοξέα, στην υδρολυμένη καζεϊνη και στο κοτόπυλο σε σκόνη. Στους ανθρώπους ο ψευδάργυρος είναι καλύτερα βιοπροσιτός σε τροφές ζωϊκής βάσης, παρά αν ληφθεί αποκλειστικά από τα φυτά. Η χαμηλή βιοπροσιτότητά του από τα φυτά και τα δημητριακά είναι λόγω των πολλών φυτικών ινών και του φυτικούς οξέος. Η βιοπροσιτότητα του ψευδαργύρου βελτιώνεται από το περιεχόμενο της διατροφής σε πρωτεϊνες. Έτσι, οι ανταγωνιστικές δράσεις κάποιων φυτικών συστατικών μπορούν να αντιμετωπισθούν με την κατανάλωση μικτής διατροφής που να περιέχει και ζωϊκές πρωτεϊνες. Ο σίδηρος και το φυλλικό οξύ σε μεγάλες προσλήψεις περιορίζουν την βιοπροσιτότητα του ψευδαργύρου από τη διατροφή, όπως στις εγκύους. Τα αμινοξέα, οι χηλωτές πρωτεϊνες, τα μονοσάκχαρα και τα λιπαρά οξέα στη διατροφή μπορούν να ανακόψουν ή να ενισχύσουν την πρόσληψη ψευδαργύρου, ανάλογα με το ποσοστό συγκέντρωσής τους. . Μερικά συστατικά των ούρων μπορεί, επίσης, να ενισχύσουν την βιοπροσιτότητα του ψευδαργύρου. Τα αμινοξέα που ενισχύουν την βιοδιαθεσιμότητα του ψευδαργύρου είναι η ιστιδίνη, το πικολινικό οξύ και η μεθειονίνη. Όταν βρίσκονται σε σύμπλοκα με τον ψευδάργυρο οι ουσίες αυτές είναι όλες ανώτερες σε βιοπροσιτότητα σε σύγκριση με το θειϊκό ψευδάργυρο.
Διαβάστε, επίσης,
Τα επεξεργασμένα τρόφιμα υπεύθυνα για πολλές ασθένειες
Αντικαταστήστε τα ανθυγιεινά τρόφιμα με υγιεινά
Οι κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα
Ενίσχυση των τροφών με βιταμίνες
Τι πρέπει να προσέχουμε με τις βιταμίνες
Οι απώλειες βιταμινών στα επεξεργασμένα τρόφιμα
Ουσίες που εξουδετερώνουν τις βιταμίνες
www.emedi.gr