Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου, 2025
ΑρχικήΚλασική ΙατρικήΛοιμωξιολογίαΧρήσιμες πληροφορίες για το AIDS

Χρήσιμες πληροφορίες για το AIDS

Αν έχετε λοίμωξη από HIV ή AIDS

 

HIV / AIDS

Human Immunodeficiency Virus (HIV)

Acquired Immune Deficiency Syndrome (HIV/AIDS)

Το AIDS, ICD-10 B20 – Β24, είναι μόλυνση από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας και το σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (HIV / AIDS) είναι ένα σύνολο καταστάσεων που προκαλούνται από μόλυνση με τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV).

Μετά την αρχική μόλυνση, ένα άτομο μπορεί να μην έχει συμπτώματα ή μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα γρίπης. Συνήθως, αυτό ακολουθείται από μία παρατεταμένη περίοδο χωρίς συμπτώματα.

Καθώς, η μόλυνση εξελίσσεται, προσβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα, αυξάνοντας τον κίνδυνο λοιμώξεων, όπως η φυματίωση, καθώς επίσης και άλλων ευκαιριακών λοιμώξεων, και όγκων που σπάνια επηρεάζουν τους ανθρώπους που έχουν δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτά τα συμπτώματα λοίμωξης  αναφέρονται ως AIDS. Αυτό το στάδιο συχνά, επίσης, συνδέεται με απώλεια βάρους. 

Ο HIV μεταδίδεται, κυρίως, με το σεξ χωρίς προφυλάξεις (πρωκτικό και στοματικό σεξ), με μεταγγίσεις μολυσμένου αίματος, με βελόνες από υποδόριες σύριγγες και από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τον τοκετό ή τον θηλασμό.  Μερικά σωματικά υγρά, όπως το σάλιο και τα δάκρυα, δεν μεταδίδουν, ίσως, τον ιό HIV.

Οι μέθοδοι πρόληψης είναι το ασφαλές σεξ, η χρήση συριγγών μιας χρήσεως, η θεραπεία όσων έχουν μολυνθεί, και η ανδρική περιτομή. Η νόσος σε ένα μωρό μπορεί συχνά να προληφθεί δίνοντας τόσο στη μητέρα όσο και στο παιδί αντιρετροϊκά φάρμακα.

Δεν υπάρχει θεραπεία ή εμβόλιο. Γίνεται προσπάθεια για την παρασκευή του αποτελεσματικού εμβολίου. Ωστόσο, η αντιρετροϊκή θεραπεία μπορεί να επιβραδύνει την πορεία της νόσου και μπορεί να οδηγήσει σε σχεδόν φυσιολογικό προσδόκιμο ζωής. Η θεραπεία συνιστάται αμέσως μόλις γίνει η διάγνωση. Χωρίς θεραπεία, ο μέσος χρόνος επιβίωσης μετά τη μόλυνση είναι 11 έτη. 

Το 2015 περίπου 36.700.000 άνθρωποι είχαν τον ιό HIV και προκάλεσε 1,1 εκατομμύρια θανάτους.  Οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν μολυνθεί ζουν στην υποσαχάρια Αφρική. Μέχρι το 2014 το AIDS έχει προκαλέσει κατ ‘εκτίμηση 39 εκατομμύρια θανάτους σε όλο τον κόσμο.

Είναι μια πανδημία και πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες της στη δυτική-κεντρική Αφρική στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα.

Το AIDS για πρώτη φορά εντοπίσθηκε το 1981.

Το HIV / AIDS ως ασθένεια έχει, μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. 


Σημεία και συμπτώματα AIDS

Υπάρχουν τρία βασικά στάδια της HIV λοίμωξης: 

Oξεία λοίμωξη

Kλινικά λανθάνουσα κατάσταση

AIDS 

-Oξεία λοίμωξη

Η αρχική περίοδος μετά την μετάδοση του HIV ονομάζεται οξεία λοίμωξη με HIV ή οξύ ρετροϊικό σύνδρομο. Πολλά άτομα αναπτύσσουν μια γρίπη ή μια ασθένεια που μοιάζει με τη λοιμώδη μονοπυρήνωση, 2-4 εβδομάδες μετά την έκθεση, ενώ άλλοι δεν έχουν  συμπτώματα. Τα συμπτώματα εμφανίζονται στο 40-90% των περιπτώσεων και πιο συχνά είναι ο πυρετός, η διόγκωση των λεμφαδένων, η φλεγμονή του λαιμού, το εξάνθημα, η κεφαλαλγία, και / ή τα έλκη του στόματος και των γεννητικών οργάνων. Το εξάνθημα, το οποίο εμφανίζεται στο 20-50% των περιπτώσεων, παρουσιάζεται στον κορμό και είναι κηλιδοβλατιδώδες. Μερικοί άνθρωποι αναπτύσσουν, επίσης, ευκαιριακές λοιμώξεις σε αυτό το στάδιο. Επίσης, μπορεί να υπάρχουν γαστρεντερικά συμπτώματα, όπως ναυτία, έμετος ή διάρροια, όπως και νευρολογικά συμπτώματα περιφερικής νευροπάθειας ή σύνδρομο Guillain-Barré.

Η διάρκεια των συμπτωμάτων ποικίλλει, αλλά, συνήθως, είναι μία ή δύο εβδομάδες. 

Λόγω του μη ειδικού χαρακτήρα τους, αυτά τα συμπτώματα δεν αναγνωρίζονται, συχνά, ως σημεία της λοίμωξης από τον HIV. Έτσι, συνιστάται σε άτομα που παρουσιάζουν έναν ανεξήγητο πυρετό και έχουν παράγοντες κινδύνου για τη μόλυνση, να κάνουν εργαστηριακό έλεγχο (HIV1 & HIV2).

-Κλινική λανθάνουσα κατάσταση

Τα αρχικά συμπτώματα ακολουθούνται από ένα στάδιο που ονομάζεται κλινικά λανθάνουσα κατάσταση, ασυμπτωματικό HIV, ή χρόνιο HIV. Χωρίς θεραπεία, αυτό το δεύτερο στάδιο της HIV λοίμωξης μπορεί να διαρκέσει από περίπου τρία χρόνια έως 20 έτη (κατά μέσο όρο, περίπου οκτώ χρόνια). Ενώ, συνήθως, υπάρχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα, κοντά στο τέλος του σταδίου αυτού πολλοί άνθρωποι βιώνουν πυρετό, απώλεια βάρους, γαστρεντερικά προβλήματα και μυϊκούς πόνους. Μεταξύ 50 και 70% των ανθρώπων αναπτύσσουν, επίσης, επίμονη γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από ανεξήγητη, μη επώδυνη διόγκωση μιας ομάδας λεμφαδένων (εκτός από στη βουβωνική χώρα) για πάνω από τρεις έως έξι μήνες. 

Αν και τα περισσότεροι HIV-1 μολυσμένα άτομα έχουν ένα ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο, χωρίς θεραπεία θα αναπτύξουν τελικά AIDS και ένα μικρό ποσοστό (περίπου 5%) διατηρούν υψηλά επίπεδα CD4 + Τ κύτταρα (Τ βοηθητικά κύτταρα) χωρίς αντιρετροϊκή θεραπεία για περισσότερο από 5 χρόνια. Αυτά τα άτομα έχουν ταξινομηθεί ως μακράς διάρκειας μη εξελικτικοί ασθενείς. Μια άλλη ομάδα αποτελείται από εκείνους που διατηρούν χαμηλό ή μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο χωρίς αντιρετροϊκή θεραπεία και αντιπροσωπεύουν περίπου το 1 στα 300 μολυσμένα άτομα. 

-Το σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας-AIDS

Το σύνδρομο της επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS) ορίζεται με βάση είτε του αριθμού των CD4 + Τ κυττάρων κάτω από 200 κύτταρα ανά μL ή την εμφάνιση συγκεκριμένων ασθενειών σε συνδυασμό με την μόλυνση από HIV. Το ήμισυ των ατόμων που έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV αναπτύσσουν AIDS μέσα σε δέκα χρόνια. Η πιο συχνή ένδειξη για την παρουσία του AIDS είναι η πνευμονία από Pneumocystis-Pneumocystis carinii pneumonia (40%), η καχεξία (20%), και η καντιντίαση του οισοφάγου. Άλλα συχνά συμπτώματα είναι οι επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος. 

Οι ευκαιριακές λοιμώξεις μπορεί να προκληθούν από βακτήρια, ιούς, μύκητες, παράσιτα, τα οποία φυσιολογικά καταπολεμούνται από το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι λοιμώξεις, οι οποίες εμφανίζονται εξαρτώνται εν μέρει από το τι οργανισμοί υπάρχουν στο περιβάλλον του ατόμου. Αυτές οι λοιμώξεις μπορεί να επηρεάσουν σχεδόν κάθε οργανικό σύστημα.

Οι άνθρωποι με AIDS έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαφόρων ιικών επαγόμενων καρκίνων, όπως το σάρκωμα Kaposi, το λέμφωμα Burkitt, το πρωτοπαθές λέμφωμα του κεντρικού νευρικού συστήματος, και καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Το σάρκωμα Kaposi είναι η πιο συχνή μορφή καρκίνου που συμβαίνει σε 10 έως 20% των ανθρώπων με μόλυνση με τον ιό HIV. Η δεύτερη πιο συχνή μορφή καρκίνου είναι το λέμφωμα, το οποίο είναι η αιτία θανάτου του σχεδόν 16% των ατόμων με AIDS και είναι η αρχική ένδειξη του AIDS σε ποσοστό  3 έως 4%. Και οι δύο αυτοί καρκίνοι σχετίζονται με τον ανθρώπινο ερπητοϊό 8. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα με AIDS, λόγω της σύνδεσής του με τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV). Ο καρκίνος του επιπεφυκότα στο εσωτερικό μέρος των βλεφάρων και στο λευκό μέρος του ματιού, είναι επίσης πιο συχνός σε ασθενείς με HIV. 

Επιπλέον, τα άτομα με AIDS έχουν συχνά συστηματικά συμπτώματα, όπως παρατεταμένο πυρετό, εφίδρωση (ιδιαίτερα τη νύχτα), διόγκωση των λεμφαδένων, ρίγη, αδυναμία, και ακούσια απώλεια βάρους. Η διάρροια είναι ένα άλλο συχνό σύμπτωμα, που υπάρχει σε περίπου 90% των ατόμων με AIDS. Μπορούν, επίσης, να επηρεαστούν από ποικίλα ψυχιατρικά και νευρολογικά συμπτώματα ανεξάρτητα από ευκαιριακές λοιμώξεις και καρκίνους. 


Μετάδοση του HIV

Μετάγγιση αίματος 90% 

Τοκετός (σε παιδί) 25% 

Βελόνα ενδοφλέβιων ναρκωτικών 0,67%

Τρύπημα με  βελόνα 0,30%

Παθητική πρωκτική επαφή 0,04 – 3,0%

Ενεργητική πρωκτική επαφή 0,03% 

Παθητική φυσιολογική συνουσία 0,05-0,30%

Ενεργητική φυσιολογική συνουσία 0,01 έως 0,38% 

Παθητική στοματική σεξουαλική επαφή μηδέν έως 0,04%

Ενεργητική στοματική σεξουαλική επαφή μηδέν έως 0,005% 

Στατιστικά στοιχεία wikipedia

Ο HIV μεταδίδεται από τρεις κύριους άξονες

Σεξουαλική επαφή, σημαντική έκθεση σε μολυσμένα σωματικά υγρά ή ιστούς, και από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τον τοκετό ή τον θηλασμό (κάθετη μετάδοση). Δεν υπάρχει γνωστός κίνδυνος για την απόκτηση του HIV, σε έκθεση σε περιττώματα, ρινικές εκκρίσεις, σάλιο, πτύελα, ιδρώτα, δάκρυα, ούρα ή έμετο, εκτός εάν αυτά είναι μολυσμένα με αίμα. Είναι δυνατόν να συμβεί και HIV επιμόλυνση με άλλο στέλεχος.

-Σεξουαλικός τρόπος μετάδοσης

Ο πιο συχνός τρόπος μετάδοσης του HIV είναι μέσω της σεξουαλικής επαφής με ένα μολυσμένο άτομο.  Η πλειοψηφία του συνόλου των μεταδόσεων σε όλο τον κόσμο συμβαίνει μέσω της ετεροφυλοφιλικής σεξουαλικής επαφής (δηλαδή σεξουαλικές επαφές μεταξύ των ανθρώπων του αντίθετου φύλου). Ωστόσο, το μοτίβο μετάδοσης ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών. 

Κατά την πορνεία σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, ο κίνδυνος μετάδοσης των γυναικών προς τα αρσενικά  έχει υπολογιστεί ως 2,4% ανά πράξη και των αρσενικών προς τα θηλυκά ως 0,05% ανά πράξη. 

Ο κίνδυνος μετάδοσης αυξάνεται με την παρουσία πολλών σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων και γεννητικών ελκών. Τα γεννητικά έλκη φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο περίπου 5 φορές. Άλλες σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, όπως η γονόρροια, τα χλαμύδια, οι τριχομονάδες, και η βακτηριακή κολπίτιδα, συνδέονται με κάπως μικρότερες αυξήσεις στον κίνδυνο μετάδοσης. 

Το ιικό φορτίο ενός μολυσμένου ατόμου είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου τόσο για τη σεξουαλική μετάδοση όσο και για την μετάδοση από τη μητέρα στο παιδί. Κατά τη διάρκεια των πρώτων 2,5 μηνών μιας μόλυνσης HIV η μολυσματικότητα ενός ατόμου είναι δώδεκα φορές υψηλότερη λόγω του υψηλού ιικού φορτίου. Αν το άτομο είναι στα τελευταία στάδια της μόλυνσης, τα ποσοστά μετάδοσης είναι περίπου οκτώ φορές υψηλότερα.

Όσοι έχουν ως επάγγελμα την πορνεία έχουν αυξημένα ποσοστά HIV.

Η σεξουαλική επίθεση πιστεύεται, επίσης, ότι έχει αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης HIV, η μη χρήση προφυλακτικού, το φυσικό τραύμα στον κόλπο ή το ορθό, και όταν υπάρχουν ταυτόχρονα και άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. 

-Τα υγρά του σώματος

Ο δεύτερος πιο συχνός τρόπος μετάδοσης του HIV είναι μέσω του αίματος και των προϊόντων αίματος.

Η μετάδοση με το αίμα μπορεί να είναι μέσω βελόνας  κατά τη χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών, από τρύπημα με βελόνα, μετάγγιση μολυσμένου αίματος ή προϊόντων αίματος ή με ενέσεις μη αποστειρωμένες. Ο κίνδυνος από την χρήση μιας βελόνας κατά τη διάρκεια της έγχυσης του φαρμάκου είναι μεταξύ 0,63 και 2,4% ανά πράξη, με μέσο όρο 0,8%. Ο κίνδυνος της απόκτησης του ιού HIV από μια βελόνα από HIV-μολυσμένα άτομα υπολογίζεται ως 0,3%  ανά πράξη και ο κίνδυνος μετά από έκθεση των βλεννογόνων σε μολυσμένο αίμα σε 0,09% ανά πράξη. 12% όλων των νέων που κάνουν ενέσιμη χρήση ναρκωτικών είναι θετικοί στον ιό HIV. Ο HIV μεταδίδεται κατά περίπου 93% των μεταγγίσεων αίματος με τη χρήση μολυσμένου αίματος. Στις ανεπτυγμένες χώρες, ο κίνδυνος της απόκτησης του ιού HIV από μετάγγιση αίματος είναι εξαιρετικά χαμηλός, γιατί ελέγχεται ο δότης για HIV. Αν και σπάνια, λόγω της διαλογής, είναι δυνατό να αποκτηθεί ο ιός HIV από μεταμόσχευση οργάνων και ιστών. Στην υποσαχάρια Αφρική, το 2007, μεταξύ 12 και 17% των λοιμώξεων στην περιοχή αυτή είχαν αποδοθεί στη χρήση ιατρικών συριγγών.  Σημαντικός κίνδυνος συνδέεται, επίσης, με επεμβατικές διαδικασίες, με τον τοκετό, και την οδοντιατρική περίθαλψη. Οι άνθρωποι που κάνουν τατουάζ, και piercing έχουν κίνδυνο μόλυνσης. Λέγεται, ότι τα κουνούπια ή άλλα έντομα δεν ευθύνονται για τη μετάδοση του ιού HIV; 

-Κάθετη μετάδοση από τη μητέρα στο παιδί

Ο HIV μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά την παράδοση, είτε μέσω του μητρικού γάλακτος με αποτέλεσμα τη μόλυνση στο μωρό. Αυτός είναι ο τρίτος πιο συχνός τρόπος με τον οποίο ο HIV μεταδίδεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε περίπτωση μη θεραπείας, ο κίνδυνος μετάδοσης πριν ή κατά τη διάρκεια της γέννησης είναι περίπου 20% και στα μωρά που θηλάζουν, επίσης, 35%. Με την κατάλληλη θεραπεία, ο κίνδυνος για μόλυνση από τη μητέρα στο παιδί μπορεί να μειωθεί σε περίπου 1%. Η προληπτική θεραπεία περιλαμβάνει αντιρετροϊκά φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στον τοκετό, την  καισαρική τομή, την αποφυγή θηλασμού και τη χορήγηση αντιρετροϊκών φαρμάκων στο νεογέννητο. Τα αντιρετροϊκά φάρμακα, όταν λαμβάνονται είτε από τη μητέρα ή το βρέφος μειώνουν τον κίνδυνο μετάδοσης στα μωρά που θηλάζουν.  Εάν το αίμα μολύνει τρόφιμα μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος μετάδοσης. 

Εάν μια γυναίκα είναι χωρίς θεραπεία, αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού HIV / AIDS στο μωρό της περίπου 17%, μετά από 2 έτη θηλασμού. Η θεραπεία μειώνει τον κίνδυνο αυτό κατά 1 έως 2% ανά έτος. 


Τι είναι ο ιός HIV;

O HIV είναι ένας ρετροϊός που μολύνει, κυρίως, τα συστατικά του ανθρώπινου ανοσοποιητικού συστήματος, όπως ta CD4 + Τ κύτταρα, μακροφάγα και δενδριτικά κύτταρα. Άμεσα και έμμεσα καταστρέφει τα CD4 + Τ κύτταρα.

Ο HIV είναι ένα μέλος του γένους Lentivirus, της οικογένειας Retroviridae.  Κατά την είσοδο εντός στο κύτταρο στόχο, το γονιδίωμα ιικού RNA μετατρέπεται (μεταγράφεται αντίστροφα) σε δίκλωνο DNA από ιικώς κωδικοποιημένη ανάστροφη μεταγραφάση η οποία μεταφέρεται μαζί με το γονιδίωμα του ιού στο σωματίδιο του ιού. Το προκύπτον ιικό DNA στη συνέχεια εισάγεται εντός του πυρήνα του κυττάρου και ενσωματώνεται στο κυτταρικό DNA από μία κωδικοποιημένη στον ιό ιντεγκράση και συνπαράγοντες Με υποδοχείς. Μόλις ενσωματωθεί, ο ιός μπορεί να καταστεί λανθάνων, επιτρέποντας στον ιό και το κύτταρο του ξενιστή να αποφύγουν τον εντοπισμό από το ανοσοποιητικό σύστημα. Εναλλακτικά, ο ιός μπορεί να μεταγραφεί, να παράγει νέα γονιδιώματα RNA και ιικές πρωτεΐνες που συσκευάζονται και απελευθερώνονται από το κύτταρο ως νέα σωματίδια ιού που ξεκινούν τον κύκλο αντιγραφής τους εκ νέου. 

Ο HIV μπορεί να εξαπλωθεί μεταξύ των CD4 + Τ κυττάρων από δύο παράλληλες διαδρομές:

Ελεύθερη κυτταρική εξάπλωση και κύτταρο προς κύτταρο. Στην ελεύθερη κυτταρική εξάπλωση, τα σωματίδια του ιού προέρχεται από ένα μολυσμένο κύτταρο Τ, που εισάγεται στο εξωκυττάριο υγρό στο αίμα και στη συνέχεια μολύνει ένα άλλο Τ κύτταρο.

Ο HIV μπορεί, επίσης, μπορεί να έχει άμεση μετάδοση από το ένα κύτταρο στο άλλο.

Δύο τύποι HIV έχουν χαρακτηριστεί: Οι HIV-1 και HIV-2.

Ο HIV-1 είναι ο ιός που ανακαλύφθηκε αρχικά, είναι πιο λοιμογόνος, πιο μολυσματικός, και είναι η αιτία της πλειοψηφίας των μολύνσεων από τον HIV σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κατώτερη μολυσματικότητα του HIV-2 σε σύγκριση με τον HIV-1 σημαίνει ότι λιγότεροι άνθρωποι εκτίθενται σε HIV-2 μόλυνση ανά έκθεση. Λόγω της σχετικά χαμηλής ικανότητάς του για τη μετάδοση, ο HIV-2 σε μεγάλο βαθμό περιορίζεται στη Δυτική Αφρική. 


Παθοφυσιολογία HIV / AIDS

Ο κύκλος αντιγραφής του HIV

Αφού ο ιός εισέρχεται στο σώμα υπάρχει μια περίοδο ταχείας ιικής αντιγραφής, με αποτέλεσμα την αφθονία του ιού στο περιφερικό αίμα. Κατά τη διάρκεια της πρωτοπαθούς λοίμωξης, το επίπεδο του HIV μπορεί να φτάσει αρκετά εκατομμύρια σωματίδια ιού ανά χιλιοστόλιτρο αίματος. Αυτή η απόκριση συνοδεύεται από μία σημαντική μείωση του αριθμού των κυκλοφορούντων CD4 + Τ κυττάρων. Η οξεία ιαιμία σχεδόν πάντα συνδέεται με την ενεργοποίηση των CD8 + Τ κυττάρων, τα οποία σκοτώνουν τα κύτταρα που είναι μολυσμένα  και στη συνέχεια παράγουν αντισώματα. Η απόκριση CD8 + κυττάρων-Τ πιστεύεται ότι είναι σημαντική στον έλεγχο των επιπέδων του ιού, που κάνει αιχμή και στη συνέχεια μειώνεται, καθώς οι μετρήσεις CD4 + Τ κυττάρων ανακάμπτουν. Μια καλή απόκριση των CD8 + Τ κυττάρων έχει συνδεθεί με  πιο αργή εξέλιξη της νόσου και  καλύτερη πρόγνωση, αν και δεν εξαλείφει τον ιό. 

Τελικά, ο HIV προκαλεί το AIDS, με εξάντληση των CD4 + Τ κυττάρων. Αυτό αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και προκαλούνται ευκαιριακές λοιμώξεις. Τα Τ κύτταρα είναι απαραίτητα για την ανοσολογική απόκριση και χωρίς αυτά, το σώμα δεν μπορεί να καταπολεμήσει λοιμώξεις ή να σκοτώσει τα καρκινικά κύτταρα. Ο μηχανισμός της καταστροφής των CD4 + Τ κυττάρων διαφέρει στην οξεία και χρόνια φάση.   Κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης, η HIV-επαγόμενη λύση των κυττάρων και η θανάτωση των μολυσμένων κυττάρων από κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα ευθύνεται για την εξάντληση των CD4 + Τ κυττάρων, αν και η απόπτωση μπορεί, επίσης, να είναι υπεύθυνη. Κατά τη διάρκεια της χρόνιας φάσης, οι συνέπειες της γενικευμένης ανοσολογικής ενεργοποίησης σε συνδυασμό με τη σταδιακή απώλεια της ικανότητας του ανοσοποιητικού συστήματος να δημιουργεί νέα Τ κύτταρα φαίνεται να φταίνε για την αργή μείωση του αριθμού των CD4 + κυττάρων Τ. 

Αν και τα συμπτώματα της ανοσολογικής ανεπάρκειας του AIDS δεν εμφανίζονται για χρόνια μετά αφού το άτομο έχει μολυνθεί, το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας των CD4 + Τ κυττάρων λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της μόλυνσης, ειδικά στον εντερικό βλεννογόνο, που φιλοξενεί την πλειονότητα των λεμφοκυττάρων που βρίσκονται στο σώμα. Ο λόγος για την  απώλεια από το βλεννογόνο, των  CD4 + Τ κυττάρων είναι ότι η πλειοψηφία των βλεννογόνιων CD4 + Τ κυττάρων εκφράζουν την πρωτεΐνη CCR5 η οποία χρησιμοποιεί τον HIV ως συν-υποδοχέα για να αποκτήσει πρόσβαση στα κύτταρα, ενώ μόνο ένα μικρό κλάσμα των CD4 + Τ κυττάρων στην κυκλοφορία του αίματος το κάνουν αυτό.  Μια συγκεκριμένη γενετική αλλαγή που μεταβάλλει την πρωτεΐνη CCR5 όταν υπάρχει σε δύο χρωμοσώματα εμποδίζει πολύ αποτελεσματικά την μόλυνση από HIV-1. 

Ο HIV αναζητά και καταστρέφει τα CCR5  CD4 + Τ κύτταρα κατά τη διάρκεια της οξείας μόλυνσης. Μια έντονη ανοσολογική απόκριση ελέγχει τελικά τη μόλυνση και ξεκινά η  κλινικά λανθάνουσα φάση. Τα CD4 + Τ κύτταρα σε ιστούς του βλεννογόνου παραμένουν επηρεασμένα. Η συνεχής αντιγραφή του HIV προκαλεί μια κατάσταση γενικευμένης ανοσολογικής ενεργοποίησης σε όλη τη χρόνια φάση. Η άνοση ενεργοποίηση, η οποία αντικατοπτρίζεται από την αυξημένη κατάσταση ενεργοποίησης των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και την απελευθέρωση των προφλεγμονωδών κυτοκινών, προκύπτει από την δραστηριότητα αρκετών γονιδιακών προϊόντων του HIV και της ανοσολογικής απόκρισης στην συνεχή αντιγραφή του HIV. Επίσης, συνδέεται με την κατανομή του ανοσοποιητικού συστήματος που επιτηρεί το φράγμα του γαστρεντερικού βλεννογόνου από την εξάντληση των CD4 + Τ κυττάρων του κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της νόσου. 


Διάγνωση του AIDS

Το HIV / AIDS διαγιγνώσκεται μέσω εργαστηριακών δοκιμών και στη συνέχεια επιβεβαιώνεται με την παρουσία ορισμένων σημείων ή συμπτωμάτων. Η εξέταση συνιστάται για όλους τους ανθρώπους 15 έως 65 ετών, και για τις έγκυες γυναίκες. Επιπλέον, η εξέταση συνιστάται για τα άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ή πάσχουν από μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια. 

Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV αναπτύσσουν ειδικά αντισώματα  εντός τριών έως δώδεκα εβδομάδων από την αρχική λοίμωξη.  Η διάγνωση του πρωτογενούς HIV πριν την ορομετατροπή, γίνεται με μέτρηση  του HIV-RNA ή του αντιγόνου p24, με PCR. Οι δοκιμές αντισωμάτων  σε παιδιά μικρότερα των 18 μηνών είναι συνήθως ανακριβείς λόγω της συνεχούς παρουσίας των μητρικών αντισωμάτων. Έτσι, η λοίμωξη από τον HIV μπορεί να διαγνωστεί μόνο με δοκιμή PCR για HIV RNA ή DNA, ή μέσω δοκιμών για το αντιγόνο p24.

Στάδια λοίμωξης με HIV:

Πρωτοπαθής λοίμωξη HIV: Μπορεί να είναι είτε ασυμπτωματικοί οι ασθενείς ή εμφανίζουν οξύ ρετροϊικό σύνδρομο.

Στάδιο Ι: Η λοίμωξη HIV είναι ασυμπτωματική με ένα αριθμό των CD4 + Τ κυττάρων μεγαλύτερο από 500 ανά μικρόλιτρο. Μπορεί να υπάρχει γενικευμένη διόγκωση των λεμφαδένων. 

Στάδιο ΙΙ: Ήπια συμπτώματα τα οποία  περιλαμβάνουν ελαφρές βλεννογονοδερματικές εκδηλώσεις και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Ο αριθμός των CD4 είναι μικρότερος των 500 / μl.

Στάδιο III: Προχωρημένα συμπτώματα με  ανεξήγητη χρόνια διάρροια για περισσότερο από ένα μήνα, σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις, με  φυματίωση των πνευμόνων, καθώς και ένα αριθμό CD4 μικρότερο των 350 / μl.

Στάδιο IV ή AIDS: Σοβαρά συμπτώματα με τοξοπλάσμωση του εγκεφάλου, καντιντίαση του οισοφάγου, της τραχείας, των βρόγχων ή πνευμόνων και σάρκωμα Kaposi. Ο αριθμός των CD4 είναι μικρότερος των 200 / μl. 

Άλλη σταδιοποίηση της HIV λοίμωξης

Στάδιο 0: Ο χρόνος μεταξύ ενός αρνητικού ή απροσδιόριστου τεστ HIV που ακολουθείτε σε λιγότερο από 180 ημέρες από ένα θετικό τεστ

Στάδιο 1: Αριθμός των CD4 ≥ 500 κύτταρα / μl και όχι AIDS

Στάδιο 2: Αριθμός CD4 200-500 κύτταρα / μl και όχι  AIDS

Στάδιο 3: Αριθμός CD4 ≤ 200 κύτταρα / μl ή AIDS 

Η διάγνωση του AIDS εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και αν, μετά τη θεραπεία, ο αριθμός των CD4 + Τ κυττάρων ανέρχεται σε πάνω από 200 ανά μL αίματος ή όταν οι ασθένειες του AIDS θεραπεύονται.


Πρόληψη HIV/AIDS

Η συνεπής χρήση προφυλακτικού μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού HIV κατά περίπου 80% μακροπρόθεσμα. Όταν προφυλακτικά χρησιμοποιούνται με συνέπεια από ένα ζευγάρι στο οποίο ένα άτομο έχει μολυνθεί, το ποσοστό της λοίμωξης από HIV είναι λιγότερο από  1%, ετησίως. Υπάρχουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι τα γυναικεία προφυλακτικά μπορούν να παρέχουν ισοδύναμα επίπεδα προστασίας. Η εφαρμογή tenofovir κολπικού πηκτώματος που περιέχει (έναν αναστολέα της ανάστροφης μεταγραφάσης) αμέσως πριν από το σεξ φαίνεται να μειώνει τα ποσοστά μόλυνσης κατά περίπου 40% μεταξύ των αφρικανικών γυναικών. Αντίθετα, η χρήση του σπερματοκτόνου νονοξυνόλη-9 μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μετάδοσης λόγω της τάσης του να προκαλεί κολπικό και πρωκτικό ερεθισμό. 

Η περιτομή στην υποσαχάρια Αφρική μειώνει την απόκτηση του HIV σε ετεροφυλόφιλους άνδρες  μεταξύ 38% και 66% άνω των 24 μηνών. 

Προγράμματα για την ενθάρρυνση της σεξουαλικής αποχής δεν φαίνεται να επηρεάζουν τον μετέπειτα κίνδυνο από τον ιό HIV. Δεν είναι γνωστό αν η θεραπεία άλλων σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων είναι αποτελεσματικό μέσο στην πρόληψη του HIV. 

Η αντιρετροϊκή θεραπεία στους ανθρώπους με τον ιό HIV με CD4 κυττάρων ≤ 550 κύτταρα / μL είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη της μόλυνσης από τον ιό HIV από τον σύντροφό τους (μια στρατηγική γνωστή ως θεραπεία και  πρόληψη), με  10 έως 20 φορές μείωση του κινδύνου μετάδοσης.  Η προφύλαξη προ έκθεσης με ημερήσια λήψη tenofovir  με ή χωρίς emtricitabine, είναι αποτελεσματική σε διάφορες ομάδες, όπως σε άνδρες που έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες, ζευγάρια όπου ο ένας είναι θετικός στον ιό HIV, και των νέων ετεροφυλόφιλων στην Αφρική. 

Οι  προφυλάξεις μέσα στο περιβάλλον υγειονομικής περίθαλψης πιστεύεται ότι είναι αποτελεσματικές στη μείωση του κινδύνου του HIV.

Η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σύριγγες μιας χρήσεως και η θεραπεία υποκατάστασης με οπιοειδή είναι αποτελεσματική μέθοδος στη μείωση του κινδύνου αυτού. 

Μετά την έκθεση

Αντιρετροϊκά χορηγούνται μέσα σε 48 έως 72 ώρες μετά την έκθεση στον ιό HIV, από θετικό αίμα ή εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων και είναι προφύλαξη μετά την έκθεση. Η χρήση του zidovudine μειώνει τον κίνδυνο μιας μόλυνσης από HIV πέντε φορές μετά από τρύπημα από βελόνα.

Η αγωγή πρόληψης που συνιστάται αποτελείται από τρία φάρμακα: τενοφοβίρη, εμτρισιταβίνη και ραλτεγκραβίρη.

Η θεραπεία αυτή συνιστάται μετά από μια σεξουαλική επίθεση, όταν ο δράστης είναι γνωστό ότι είναι θετικός στον ιό HIV. Η διάρκεια της θεραπείας είναι, συνήθως, τέσσερις εβδομάδες και συχνά συνδέεται με δυσμενείς επιπτώσεις, όταν χρησιμοποιείται η ζιδοβουδίνη, περίπου το 70% των περιπτώσεων έχουν ναυτία (24%), κόπωση (22%), συναισθηματική δυσφορία ( 13%) και  πονοκέφαλο (9%). 

Από τη μητέρα στο παιδί

Η πρόληψη της κάθετης μετάδοσης του ιού HIV (από τις μητέρες στα παιδιά) μπορεί να μειώσει τα ποσοστά μετάδοσης κατά 92-99%. Αυτό περιλαμβάνει, κυρίως, τη χρήση ενός συνδυασμού αντιϊκών φαρμάκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τη γέννηση του βρέφους και ενδεχομένως περιλαμβάνει τη διακοπή του θηλασμού. 


Θεραπεία του HIV / AIDS

Σήμερα δεν υπάρχει θεραπεία ή αποτελεσματικό εμβόλιο του HIV.

Η θεραπεία αποτελείται από υψηλής δραστικότητας αντιρετροϊκή θεραπεία (HAART), η οποία επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου.

Η θεραπεία περιλαμβάνει, επίσης, την προληπτική και ενεργή θεραπεία των ευκαιριακών λοιμώξεων.

Αντιική θεραπεία

Οι τρέχουσες επιλογές HAART είναι οι συνδυασμοί που αποτελούνται από τουλάχιστον τρία φάρμακα που ανήκουν σε τουλάχιστον δύο τύπους, ή «τάξεις» των αντιρετροϊικών παραγόντων. Η αρχική θεραπεία είναι τυπικά ένας μη νουκλεοσιδικός αναστολέας της ανάστροφης μεταγραφάσης (NNRTI) συν δυο ανάλογα αναστολέων νουκλεοσιδίων ανάστροφης μεταγραφάσης. Αυτά είναι η ζιδοβουδίνη (ΑΖΤ) ή η τενοφοβίρη (TDF) και η λαμιβουδίνη (3TC) ή η emtricitabine (FTC). Οι συνδυασμοί των παραγόντων περιλαμβάνουν και τους αναστολείς της πρωτεάσης που χρησιμοποιούνται αν το παραπάνω σχήμα χάνει την αποτελεσματικότητά του. 

Τα αντιρετροϊκά φάρμακα χορηγούνται σε ανθρώπους όλων των ηλικιών, σε έγκυες γυναίκες, το συντομότερο από τη διάγνωση ανεξάρτητα από τον αριθμό των CD4. Μόλις, αρχίσει η θεραπεία συνιστάται να συνεχίζεται χωρίς διαλείμματα ή «διακοπές».

Το επιθυμητό αποτέλεσμα της θεραπείας είναι τα HIV-RNA αντίγραφα να είναι κάτω από 50 / mL. Τα επίπεδα για να προσδιοριστεί εάν η θεραπεία είναι αποτελεσματική μετρούνται αρχικά μετά από τέσσερις εβδομάδες και μόλις τα επίπεδα πέσουν κάτω από 50 αντίγραφα / mL γίνεται έλεγχος κάθε τρεις έως έξι μήνες. Ανεπαρκής έλεγχος θεωρείται ότι υπάρχουν πάνω από 400 αντίγραφα / mL. Με βάση αυτά τα κριτήρια η θεραπεία είναι αποτελεσματική σε περισσότερο από 95% των ανθρώπων κατά την διάρκεια του πρώτου έτους. 

Τα οφέλη της θεραπείας περιλαμβάνουν μειωμένο κίνδυνο εξέλιξης σε AIDS και μειωμένο κίνδυνο θανάτου.

Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η θεραπεία βελτιώνει, επίσης, τη σωματική και ψυχική υγεία. Με τη θεραπεία υπάρχει ένας 70% μειωμένος κίνδυνος να αποκτήσουν οι ασθενείς με HIV-AIDS φυματίωση. Πρόσθετα οφέλη είναι ο μειωμένος κίνδυνος μετάδοσης της νόσου σε σεξουαλικούς συντρόφους και η μείωση της μετάδοσης από τη μητέρα στο παιδί. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εξαρτάται σε μεγάλο μέρος από τη συμμόρφωση. Οι λόγοι για τη μη συμμόρφωση είναι η περιορισμένη πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη,  η ανεπαρκής κοινωνική στήριξη, η ψυχική ασθένεια και η κατάχρηση ναρκωτικών. Η πολυπλοκότητα των θεραπευτικών σχημάτων και οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να μειώσουν, επίσης, την συμμόρφωση.

Οι  ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τους αντιρετροϊκούς παράγοντες είναι: το σύνδρομο λιποδυστροφίας, η δυσλιπιδαιμία, και ο σακχαρώδης διαβήτης, ιδιαίτερα με τους αναστολείς πρωτεάσης. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η διάρροια, και ο αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου. Οι νεότερες θεραπείες που συνιστώνται σχετίζονται με λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Ορισμένα φάρμακα μπορεί να σχετίζονται με γενετικές ανωμαλίες και επομένως μπορεί να είναι ακατάλληλα για τις γυναίκες που ελπίζουν να αποκτήσουν παιδιά. 

Οι συστάσεις θεραπείας για τα παιδιά είναι κάπως διαφορετικές από εκείνες για τους ενήλικες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συστήνει τη θεραπεία σε όλα τα παιδιά κάτω των 5 ετών. Τα παιδιά άνω των 5 αντιμετωπίζονται σαν ενήλικες. Οι κατευθυντήριες γραμμές συνιστούν τη θεραπεία σε όλα τα παιδιά κάτω των 12 μηνών και σε όλα τα παιδιά με HIV RNA με  περισσότερα από 100.000 αντίγραφα / mL μεταξύ ενός και πέντε ετών. 

Ευκαιριακές λοιμώξεις

Τα μέτρα για την πρόληψη ευκαιριακών λοιμώξεων είναι αποτελεσματικά σε πολλούς ανθρώπους με HIV / AIDS. Εκτός από τη βελτίωση της ασθένειας, η θεραπεία με τα αντιρετροϊκά μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης επιπλέον ευκαιριακών λοιμώξεων. Ενήλικες και έφηβοι που ζουν με τον ιό HIV και παίρνουν αντιρετροϊκή θεραπεία, χωρίς ένδειξη ενεργού φυματίωσης θα πρέπει να λαμβάνουν ισονιαζίδη, ως προληπτική θεραπεία. Η mantoux μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή καλύτερα η Quantiferon. Ο εμβολιασμός κατά της ηπατίτιδας Α και Β συνιστάται για όλα τα άτομα που κινδυνεύουν από τον ιό HIV πριν μολυνθούν. Ωστόσο, μπορεί, επίσης, να δοθεί μετά τη μόλυνση, σε κάποιες περιπτώσεις. Η τριμεθοπρίμη / σουλφαμεθοξαζόλη σε προφύλαξη μεταξύ τεσσάρων και έξι εβδομάδων από την ηλικία και την παύση του θηλασμού στα βρέφη που γεννήθηκαν από HIV θετικές μητέρες συνιστάται. Συνιστάται, επίσης, για την πρόληψη της πνευμονίας από Pneumocystis carinii όταν η καταμέτρηση CD4 ενός ατόμου είναι κάτω από 200 κύτταρα / μl σε αυτούς που έχουν ή είχαν στο παρελθόν αυτή την πνευμονία. Άνθρωποι με σημαντική ανοσοκαταστολή  συνιστάται να λάβουν προφυλακτική θεραπεία για τοξοπλάσμωση και μηνιγγίτιδα από Cryptococcus. Τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα έχουν μειώσει το ποσοστό αυτών των λοιμώξεων κατά 50%. Ο αντιγριπικός εμβολιασμός και το πνευμονιοκοκκικό πολυσακχαριδικό εμβόλιο συνιστώνται σε άτομα με HIV / AIDS.

Διατροφή και HIV / AIDS

Μια γενικά υγιεινή διατροφή απαιτείται. Μερικά στοιχεία έχουν δείξει όφελος από τα συμπληρώματα μικροθρεπτικών συστατικών (πολυβιταμίνες). Το σελήνιο, η βιταμίνη Α, ένα πολυβιταμινούχο συμπλήρωμα, ο ψευδάργυρος και ο σίδηρος, όπως και τα αντιοξειδωτικά συμπληρώματα συνιστώνται, ειδικά αν υπάρχει ανεπάρκεια.

Η κάνναβη αυξάνει την όρεξη και προκαλεί αύξηση του σωματικού βάρους και δρα θεραπευτικά στο AIDS. 

Το HIV / AIDS έχει καταστεί μια χρόνια ασθένεια σε πολλές περιοχές του κόσμου. Η πρόγνωση ποικίλλει μεταξύ των ανθρώπων, και τόσο ο αριθμός των CD4 όσο και το ιικό φορτίο είναι χρήσιμα για την προβλεπόμενη έκβαση. Χωρίς θεραπεία, ο μέσος χρόνος επιβίωσης μετά τη μόλυνση με τον ιό HIV εκτιμάται ότι είναι 9 έως 11 χρόνια, ανάλογα με τον υπότυπο του ιού HIV. Μετά τη διάγνωση του AIDS, αν η θεραπεία δεν είναι διαθέσιμη, η επιβίωση κυμαίνεται μεταξύ 6 και 19 μήνες. Η HAART θεραπεία και η κατάλληλη πρόληψη των ευκαιριακών λοιμώξεων μειώνει το ποσοστό θανάτων κατά 80%, και αυξάνει το προσδόκιμο ζωής σε νέους ενήλικες 20-50 ετών. Εάν η θεραπεία ξεκινήσεις αργά στη λοίμωξη, η πρόγνωση δεν είναι τόσο καλή:  Για παράδειγμα, εάν η θεραπεία αρχίσει μετά την διάγνωση του AIDS, το προσδόκιμο ζωής είναι ~ 10-40 έτη. Τα μισά από τα βρέφη που γεννιούνται με HIV πεθαίνουν πριν από τα  δύο έτη, χωρίς θεραπεία. 

Οι πρωταρχικές αιτίες θανάτου από HIV / AIDS είναι οι ευκαιριακές λοιμώξεις και ο καρκίνος, λόγω της προοδευτικής ανεπάρκειας του ανοσοποιητικού συστήματος. Ο κίνδυνος καρκίνου φαίνεται να αυξάνει τη στιγμή που ο αριθμός των CD4 είναι κάτω από 500 / μL. Ο ρυθμός εξέλιξης της κλινικής νόσου ποικίλλει ευρέως μεταξύ των ατόμων και έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η ευαισθησία ενός ατόμου και η λειτουργία του ανοσοποιητικού, πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, η παρουσία συνλοιμώξεων και το συγκεκριμένο στέλεχος (ή στελέχη) του ιού που εμπλέκεται. 

Η φυματίωση είναι μία από τις κύριες αιτίες της ασθένειας και του θανάτου σε άτομα με HIV / AIDS και εμφανίζεται σε ένα τρίτο όλων των HIV-μολυσμένων ατόμων και προκαλούν το 25% των HIV θανάτων. Ο HIV είναι, επίσης, ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για φυματίωση. Η ηπατίτιδα C είναι μια άλλη πολύ συχνή συνμόλυνση. Οι δύο πιο συχνοί καρκίνοι που σχετίζονται με τον ιό HIV / AIDS είναι το σάρκωμα Kaposi και το  μη-Hodgkin λέμφωμα.

Ακόμη και με την αντιρετροϊκή θεραπεία, μακροπρόθεσμα η λοίμωξη με HIV θα προκαλέσει νευρογνωστικές διαταραχές,  οστεοπόρωση, νευροπάθεια,  καρκίνο, νεφροπάθεια, καικαρδιαγγειακά νοσήματα και λιποδυστροφία που μπορεί να προκληθούν τόσο από τον ιό HIV όσο και από τη θεραπεία του.

Τόσο το στέλεχος HIV-1 όσο και το HIV-2 πιστεύεται ότι έχουν τις ρίζες τους σε μη ανθρώπινα πρωτεύοντα στη Δυτική-Κεντρική Αφρική και μεταφέρθηκαν σε ανθρώπους στις αρχές του 20ου αιώνα (πίθηκοι). 

Τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για τις λοιμώξεις

Πατήστε, εδώ, για να παραγγείλετε τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής για τις λοιμώξεις

 

Η καθοδήγηση για την επιλογή των ποιων συμπληρωμάτων διατροφής, από τα ανωτέρω, είναι κατάλληλα για την ασθένειά σας θα γίνει σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό.

Διαβάστε, επίσης,

Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το HIV/AIDS

Είναι ασφαλές το κάπνισμα με ναργιλέ;

Ιατρικό αέριο υδρογόνο με θεραπευτικές ικανότητες

Τα πολύτιμα συστατικά της αλόης

Γλουταμίνη

Θεραπεία του καρκίνου με την μηχανή Royal Rife

Χρήσιμες πληροφορίες για την ψωρίαση

Θειϊκή υδραζίνη για τον καρκίνο

Το τσάι Ojibwa

Συμπλήρωμα μετάλλων που κάνει θαύματα

Χρήσιμες ιατρικές συνταγές με εχινάκεια

GcMAF από το στόμα

Η ανοσοθεραπεία του καρκίνου με Iscador

Χυμός ινδικής μουριάς

Οι τύποι καρκίνου που σχετίζονται με το AIDS

Εξαιρετικό ρόφημα για την υγεία

Πρωτοπαθές λέμφωμα του κεντρικού νευρικού συστήματος

Χρήσιμες πληροφορίες για τους όγκους του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος

Χρήσιμες πληροφορίες για τα σαρκώματα

Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν για το σεξ

Όλες οι χρήσεις της αλόης

Το μείγμα βοτάνων της EMEDI για τον καρκίνο

Οι θεραπευτικές ιδιότητες του μοριακού υδρογόνου

Τα επιθετικά λεμφώματα

Τα οφέλη στην υγεία από την κατανάλωση φύλλων ελιάς

Τα οφέλη στην υγεία από το Taheebo

Οι ουρολοιμώξεις μπορεί να αντιμετωπισθούν με συμπληρώματα διατροφής

Πρωτόγαλα

Χρήσιμες πληροφορίες για το υπεροξείδιο του υδρογόνου

Χρήσιμες πληροφορίες για τους όγκους εκ γεννητικών κυττάρων

Καρκίνος πρωκτού

Λάδι κάνναβης και καρκίνος

Χρήσιμες ιατρικές συνταγές με προυνέλλα

Οζονοθεραπεία

Ιογενείς ηπατίτιδες

Μάθετε να αξιολογείτε τη γενική αίματος

Χρήσιμες πληροφορίες για την ηπατίτιδα C

Νοσήματα ενδεικτικά πιθανού AIDS στα παιδιά

Οι άφθες και η αντιμετώπισή τους

Γλουταθειόνη

Έλεγχος για AIDS στο σπίτι

Ανοσοανεπάρκεια

Ελιά και θεραπευτικές ιδιότητες

Τοξοπλάσμωση

Ελπίδες για ανάπτυξη εμβολίου για το AIDS

Νόσος του Whipple

Κνίδωση

Nόσος Prion

Γονόρροια

Ανεξήγητη απώλεια βάρους

Προσοχή στην καρνιτίνη

Κρυπτοσποριδίωση

Οξική μεγεστρόλη

Μολυσµατική τέρµινθος

Λοιμώδης μονοπυρήνωση

Σύνδρομο Guillain Barre

Σάρκωμα Kaposi

Τραυματισμός με βελόνα

Τα πιο συχνά βότανα και οι θεραπευτικές τους ιδιότητες

Δραματοθεραπεία

Είναι θαυματουργό το συμπλήρωμα MMS για τον καρκίνο;

Λεμφοϋπερπλαστικές διαταραχές μετά από μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων

Αντιφυματικά φάρμακα

Θεραπεία του καρκίνου όρχεως με μια ματιά

Ιατρικό απόρρητο

Kροταφική αρτηρίτιδα

Κατάταξη μη-Hodgkin λεμφωμάτων

Ανάπτυξη κακοήθειας μετά από μεταμόσχευση οργάνων

Νόσοι από μεγαλοκυτταροϊό

Γνωρίστε τα ομοιοπαθητικά φάρμακα

Σύνδρομο παρκινσονισμού

Κοκκιδιοειδομύκωση

Πότε δεν γίνονται εμβόλια στα παιδιά

Ποια είναι τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα;

Η διαμάχη για τον θηλασμό

www.emedi.gr

 

 

 

Print Friendly, PDF & Email
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πολύ καλή συνταγή για τον πονόδοντο

Πολύ καλή συνταγή για τον πονόδοντο. Υπάρχουν πολλές συνταγές για την ανακούφιση από τον πόνο στο δόντι, αλλά πια είναι η καλύτερη; Συνταγή για τον...

ΔΗΜΟΦΙΛΗ